Ο κινηματογράφος έκανε τη φιγούρα του γκρουπιέρη οικεία. Αντρας το περισσότερο, μόλο που οι γυναίκες έχουν αλώσει τον χώρο. Αγέρωχος μες στα καλοσιδερωμένα ρούχα του. Μαυροκοστουμαρισμένος, γιλέκο ενίοτε, άσπρο πουκάμισο, ύφος αρυτίδωτο. Ασκηση μακρόχρονη, να μην αποκαλύπτει τα συναισθήματα. «Είκοσι εννέα μαύρο, αναφωνεί ο κρουπιέρης, πάει μ’ έχασα ψιθύρισα», γράφει ο ποιητής Βαρβέρης. Και τότε μαζεύει τις μάρκες προς το μέρος του.
«Εκτοτε τρέχω κόκκινος εγώ με τριάντα πέντε μαύρους Γιάννηδες στον ώμο», δηλώνει ο ποιητής. Μια σχέση ανοχής και καχυποψίας. Με γνώση αυτού που γίνεται. Οι παίκτες από τη μια μεριά. Η αναμονή της στιγμής που θα χειραγωγήσει τα τεκταινόμενα. Με την αίσθηση πως το επόμενο ποντάρισμα θα είναι τυχερό. Κι ας ξέρει πως δύσκολα ο γκρουπιέρης θα γίνει δικός του άνθρωπος. Μπορεί να του προσφέρει φευγαλέα χαμόγελα. Μπορεί να νιώσει την ηδονή της επιτυχίας. Πως καβάλησε το κύμα της δύναμης. Ομως θα ακολουθήσει ένα άλλο, πιο δυνατό κύμα που θα σβήσει τα προηγούμενα ίχνη.
Και από την άλλη ο γκρουπιέρης. Ενας τεχνοκράτης. Που λογιάζεται για ουδέτερος. Ανάμεσα στον λεσχιάρχη και τον παίκτη. Μια φενάκη. Ολα γίνονται με κανόνες. Πάνε βέβαια οι εποχές που καλούσε το ρεμπέτικο τραγούδι τον Μανωλάκη, «έλα να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε».
Τα τελευταία χρόνια που δοκιμαστήκαμε πολύ, ολοένα και πιο πολύ μπέρδευα το κράτος με τον γκρουπιέρη. Παλαιότερα, ήταν η εικόνα του λήσταρχου Νταβέλη. Που δεν είχε ανάγκη από δικαιολογίες. Στο ψαχνό. Με τα χρόνια ο Νταβέλης αντικαταστάθηκε από το κράτος-γκρουπιέρη. Με τα σέα του και τα μέα του. Με τους νόμους και τις μίζες, που χάνονταν στον λαβύρινθο των εξωτικών νησιών. Η στολή του κράτους-γκρουπιέρη έχασε τη λάμψη του. Απέκτησε στίγματα λαδιού. Κι έτσι ο γκρουπιέρης απέκτησε και τίτλο ευγενείας του ποινικού κώδικα. Εγινε λαδοπόντικας.
Τελευταία αυξάνουν οι ιστορίες για το κράτος-γκρουπιέρη. Είναι οι ιδιωτικές μυθολογίες για τη σχέση του κράτους με την ιδιωτική οικονομία. Επανέρχονται σπερματικά παλαιότερες αντιλήψεις για μια κρατικοδίαιτη οικονομία. Οπου η δημόσια διοίκηση έχει λόγο ύπαρξης όταν μοιράζει τα φύλλα της τράπεζας στις επιχειρήσεις. Κάθε ευαισθησία είναι απαγορευμένος καρπός. Χαρακτηριστικό ό,τι συμβαίνει στον χώρο της υγείας.
Προβάλλονται όλες οι ιστορίες που ενισχύουν την κυριαρχία των ιδιωτικών μυθολογιών. Τα δημόσια νοσοκομεία είναι διαβρωμένα, ανίκανα να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών. Αποσιωπάται ο τιτάνιος αγώνας των περισσότερων από εκείνους που υπηρετούν τον δημόσιο χώρο της υγείας. Τα παραδείγματα πολλά. Από ανθρωπιά και προσήλωση στο καθήκον.
Το κράτος δεν μπορεί να είναι ουδέτερος γκρουπιέρης. Ούτε μπορεί να είναι άδικο απέναντι στον ιδιωτικό χώρο της υγείας. Οταν αυτό συμβαίνει. Το κράτος δεν μπορεί απλώς να μοιράζει μάρκες.