Το 1959 ήταν μια κρίσιμη χρονιά για τους Ελληνες αριστερούς. Ο Στάλιν είχε από καιρό ταριχευθεί, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ είχε βγάλει τα εγκλήματά του στη φόρα και ο ελληνικός λαός μόλις προ ενός έτους είχε δώσει στην ΕΔΑ ένα αναπάντεχο 24,4%. Το παράνομο τότε ΚΚΕ είχε προχωρήσει στη διάλυση των οργανώσεών του και η ΕΔΑ υπήρξε το πρώτο ευρωκομμουνιστικό πείραμα σε μια Ευρώπη της οποίας η ενοποίηση μόλις άρχιζε. Το πείραμα αυτό μπορεί να άνοιξε δρόμους για το κομμουνιστικό κίνημα στην Ιταλία και τη Γαλλία, αλλά στην Ελλάδα απέτυχε.
Οι πολιτικοί πρόσφυγες, Ελληνες κομμουνιστές του εξωτερικού, το χτύπησαν με όλα τα μέσα που διέθεταν και πιστοί στην ιδέα του κόμματος-αυτοσκοπού ισχυρίστηκαν πως το σημαντικό ήταν να νομιμοποιηθεί το ΚΚΕ και όχι να δυναμώσει η ΕΔΑ. Μερικά χρόνια αργότερα οι σύντροφοί τους στο εσωτερικό βρέθηκαν φυλακισμένοι και διασπασμένοι. Οι Ελληνες αριστεροί δεν κατάφεραν να υπερβούν τις αντιφάσεις τους και οι θιασώτες του δογματισμού επικράτησαν.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1989, ήταν επίσης μια πολύ κρίσιμη χρόνια για τους Ελληνες αριστερούς. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρεε, στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου το ίδιο, και η ευρωπαϊκή ενοποίηση στρεφόταν προς τα ανατολικά. Ο Χαρίλαος Φλωράκης, έστω και με καθυστέρηση τριάντα ετών, αναγνώρισε ότι το δόγμα «ένα είναι το κόμμα» δεν είχε πλέον καμία σημασία και αναθεωρώντας σύμβολα και βεβαιότητες οδήγησε, μαζί με τον άλλοτε ιδεολογικό εχθρό του Λεωνίδα Κύρκο, τους Ελληνες κομμουνιστές στη νέα ΕΔΑ, στον Συνασπισμό. Το πείραμα απέτυχε.
Οι Ελληνες αριστεροί δεν κατάφεραν να υπερβούν τις αντιφάσεις τους και οι θιασώτες του δογματισμού επικράτησαν. Κάποιοι -όπως μέλη του ΚΚΕ- αποχώρησαν, άλλοι αγανάκτησαν από τη συνεργασία με τη Δεξιά και την παραπομπή σε δίκη του Ανδρέα, ενώ όσοι έμειναν, προτίμησαν να συμπορευτούν στην Ευρώπη με πολιτικούς σχηματισμούς που συχνά αυτοπροσδιορίζονταν ακροαριστεροί, ενίοτε σταλινικοί και γενικώς αντισυστημικοί.
Προσκολλημένος σε ιδεολογικές αναφορές άλλων καιρών και ταλαντευόμενος στα απόνερα των ποικίλων αριστερών ρευμάτων που κυριαρχούσαν στο εσωτερικό του, ο τότε Συνασπισμός δεν κατάφερε να αντιληφθεί τι ακριβώς συνέβη στον κόσμο το 1989 και λίγο μετά βρέθηκε στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 2019, είναι ομολογουμένως μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονιά για τους Ελληνες αριστερούς. Εχοντας ομολογήσει ότι το 2015 -όταν επικράτησε στις εκλογές- είχε αυταπάτες, ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε προ ημερών το ίδιο περίπου ποσοστό με αυτό που κάποτε είχε η ΕΔΑ και καλείται πλέον να επιλέξει τι ακριβώς είναι. Στο εθνικό επίπεδο οφείλει να προβεί σε έναν πρώτο απολογισμό των κυβερνητικών επιλογών του που αφορούν τόσο την κοινωνία όσο και τη δημοκρατία.
Στο επίπεδο της Ε.Ε., καλείται να ξεκαθαρίσει αν ανήκει στο λεγόμενο ευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού, που παρά τις διαφορές τους τείνουν να συγκροτήσουν οι Ευρωπαίοι κεντροδεξιοί, κεντροαριστεροί και Οικολόγοι, ή αν θα εξακολουθήσει να κινείται σε πολιτικούς χώρους επιρρεπείς στην καλλιέργεια αυταπατών. Αν πάντως επιλέξει τους τελευταίους, δεν θα είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει στην ελληνική Αριστερά.