Τα πεπραγμένα, οι δηλώσεις αλλά και οι επικοινωνιακές τακτικές της νεοφιλελεύθερης ΝΔ δεν αποδεικνύουν επ’ ουδενί προθέσεις κοινωνικού χαρακτήρα, για τον απλούστατο λόγο ότι η ΝΔ δεν έχει πρόγραμμα για καμία κοινωνική τάξη. Είναι κόμμα ειδικής αποστολής, που επιδιώκει να πάρει την εξουσία για τους εξής κυρίως λόγους: να ξεμπλέξει με τα δάνεια και τα χρέη η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, να ξεμπλέξει από τα δάνεια και τα χρέη ο Κυριάκος Μητσοτάκης (ειδικά τώρα που υπάρχουν 42 ζεστά δισεκατομμύρια στα ταμεία) και φυσικά να ξελασπώσει όχι μόνο ο αντιπρόεδρος αλλά και όσοι εμπλέκονται σε οικονομικά αλλά και άλλου είδους σκάνδαλα.
Η ΝΔ όμως δεν ενδιαφέρεται ούτε για την… υψηλή αστική τάξη. Η Σαμαρικές και Μητσοτακικές δεξιές ενδιαφέρονται μόνο για συγκεκριμένους βαρόνους. Η ΝΔ έχει ακριβώς τα ειδικά χαρακτηριστικά διαφθοράς και διαπλοκής με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ και τους ακραίους νεοφιλελεύθερους της Δράσης του Στέφανου Μάνου. Για το λόγο αυτό ο μεγάλος καημός του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ο διορισμός της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Επιπλέον, η απουσία του από το δημόσιο διάλογο εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς, αφήνοντας έτσι το σύστημα να δουλεύει, για να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός. Κι αναρωτιέται κανείς σε ποιους τελικά απευθύνεται μια δήλωση του τύπου «η μεσαία τάξη σας καταψήφισε»;
Το 2014 κατά τη διάρκεια της δεύτερης πιο διεφθαρμένης διακυβέρνησης μετά τη διακυβέρνηση Σημίτη, της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ανακοίνωσε τα στοιχεία για τα επίπεδα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι περίπου 6,3 εκατομμύρια Έλληνες απειλούνταν από τη φτώχεια. Η ΕΛΣΤΑΤ από την άλλη αναφέρει ότι από το 2012 μέχρι το 2014 ο κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εκτινάχθηκε στο 35,7%, περίπου δηλαδή 4 εκατομμύρια άνθρωποι. Μιλάμε επομένως ότι περίπου ο μισός πληθυσμός της χώρας επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου αδυνατούσε να καλύψει βασικές ανάγκες διαβίωσης, κυρίως σε τρόφιμα και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης. Η γενική εικόνα της φτώχειας στην Ελλάδα, πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, είναι ότι το 2005, που οι αγελάδες ήταν παχιές, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ήταν 29,4%, το 2008 ήταν 28,1%, το 2009 ήταν 27,6%, το 2010 27,7%, το 2011 ήταν 31%, το 2012 34,6%, το 2013 όπως προανέφερα ήταν 35,7% και το 2014 36%. Από το 2015 αρχίζει να πέφτει πάλι στο 35,7%, το 2016 στο 35,6% και το 2017 στο 34,8%.
Μια πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με ή χωρίς μνημόνια, με ή χωρίς κρίση, ισχύει το… όπου φτωχός κι η μοίρα του. Ο καπιταλισμός θέλει πάντα ένα ποσοστό 20% – 30% σταθερά εξαθλιωμένων. Η δεύτερη και πιο σημαντική παρατήρηση είναι ότι από το 2011 η κάθε μονάδα ποσοστού επί της % σημαίνει χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι εκεί που πριν τα κουτσοκατάφερναν, ξαφνικά η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου τους έδωσε τη χαριστική βολή. Όταν το 60% -70% του πληθυσμού στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν εντελώς και χωρίς γυρισμό εξαθλιωμένοι, ήταν σχεδόν εξαθλιωμένοι, ήταν μερικώς εξαθλιωμένοι, ήταν αρκετά εξαθλιωμένοι, ήταν επαρκώς εξαθλιωμένοι, ήταν εντός εκτός και επί τα αυτά εξαθλιωμένοι, η αυτοκτονία έμοιαζε η μόνη λύση. Κι αναρωτιέται κανείς αν η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ θεωρούν αυτό το 20%-30% μεσαία τάξη; Αυτό φυσικά δεν ισχύει γιατί το 20% είναι η αντίθετη σταθερά του καπιταλισμού. Είναι οι μεγαλοαστοί, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, η οικονομική ελίτ και μια σειρά από κάθε λογής κρατικοδίαιτα παράσιτα. Η Ελλάδα της κρίσης όμως είχε από τη μία φτωχούς, που έτρεχαν στα συσσίτια ή τραβούσαν την ψυχή τους να επιβιώσουν και από την άλλη αυτούς τους… ακραία πλούσιους. Κάτι ανάμεσα δεν υπήρχε. Γι’ αυτό και έκλεισαν τόσες επιχειρήσεις μεταξύ 2011-2014. Επομένως, ούτε και στα κατώτερα στρώματα της αστικής τάξης απευθύνεται η ρητορική της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ. Σε ποιους όμως απευθύνεται, αφού τα ποσοστά είναι σχεδόν ίδια από το 2011 μέχρι σήμερα; Γιατί έχει σήμερα νόημα μια ρητορική περί μεσαίας τάξης, αφού στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας φτωχοποιήθηκε;
Η απάντηση θεωρώ ότι βρίσκεται στην αντίληψη, που άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τα μέσα του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, η οποία βρήκε ανταπόκριση από τα μέλη μιας μικρής και ασήμαντης για την εποχή κοινωνικής τάξης. Αυτή η μικροαστική υποκατηγορία της ευρύτερης αστικής τάξης περιλάμβανε κυρίως ημιαυτόνομους αγρότες και μικροεμπόρους, οι οποίοι δεν είχαν μια σταθερή ιδεολογική κατεύθυνση. Αυτή διαμορφωνόταν ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, που καθόριζε η λεγόμενη υψηλή αστική τάξη. Αυτή η μικρή υποκατηγορία της ευρύτερης αστικής τάξης πρόβαλε τις επιδιώξεις της σαν να ήταν η ίδια μεγαλοαστική, μιμούμενη τον τρόπο ζωής και την ηθική της ελίτ. Ο Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου αναφέρεται σε αυτή τη μικρή μπουρζουαζία με κοινωνικοοικονομική διάθεση και την τοποθετεί ως ταξικό υπόστρωμα των μεσαίων τάξεων μικρής κλίμακας καπιταλιστές. Αυτοί ήταν και αφεντικά μικρών επιχειρήσεων αλλά και εργαζόμενοι, οι οποίοι διαχειρίζονταν ορισμένα μέσα παραγωγής, διανομής, και ανταλλαγής εμπορευμάτων και υπηρεσιών.
Αυτή η μεσοαστική διαστρωμάτωση έκανε την μικρή ή μικροαστική μπουρζουαζία να είναι αλλά και να νιώθει ξεχωριστή σε σχέση με το προλετάριο και τα lumpen στοιχεία του, που στην ουσία «πουλούσαν» την εργατική δύναμη με σκοπό την επιβίωση. Αλλά και σε σχέση με την υψηλή μπουρζουαζία υπήρχε διάκριση, καθώς δεν μπορούσε εξ ολοκλήρου να κατέχει τα μέσα παραγωγής ούτε μπορούσαν βέβαια να «αγοράσουν» μεγάλη εργατική δύναμη. Αντιθέτως, εργάζονταν μαζί με τους υπαλλήλους. Αυτή η κοινωνική υποκατηγορία αστικής τάξης έγινε αντικείμενο ανάλυσης περισσότερο ως συμπεριφορά παρά ως μια πραγματική κοινωνική τάξη, που έπαιζε κάποιο ρόλο στην καπιταλιστική κοινωνία. Η φιλοδοξία και η υποκρισία αυτής της τάξης, παρόλο που δεν διέθετε ούτε την οικονομική ευρωστία ούτε την πολιτική δύναμη της ελίτ, εντούτοις την εκφύλιζαν αργά αλλά σταθερά. Ο δανός φιλόσοφος Søren Kierkegaard αναφέρει, πως η μικρή μπουρζουαζία είχε ένα προφανές πνευματικό κενό, το οποίο προσπαθούσε να κρύψει ή να υποβαθμίσει δίνοντας υπερβολική έμφαση στην κοσμική ζωή παρά στην εσωτερικότητα του εαυτού. Αυτή η κοσμοθεώρηση του μικροαστισμού δημιουργεί στα μέλη της ή όσους νιώθουν ότι ανήκουν σε αυτήν την τάξη, ανυπόφορα αισθήματα και μια αποστροφή τόσο για τις άλλες τάξεις όσο και για την ίδια. Είναι γεγονός, πως καμία κοινωνική τάξη δεν θυμώνει και δεν μισεί περισσότερο τον εαυτό της από τους μικροαστούς.
Ο Σύριζα όλον αυτόν τον καιρό φάνηκε, να μη λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις αντιλήψεις των αντιπάλων του αλλά και της ρητορικής που ακολούθησαν, κυρίως γιατί θεωρούσε, ότι η ασάφεια και η θολή ιδεολογική ταυτότητα γίνεται αντιληπτή από την κοινωνία, η οποία φυσικά θα την καταδίκαζε. Δε συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και βγήκε ο Γιώργος Πατούλης περιφερειάρχης. Γι’ αυτό και έχουν μαζευτεί όλοι οι lumpen δημοσιογράφοι, οι οποίοι ταυτίζουν τη δική τους κοινωνική τάξη με αυτή των αφεντικών τους. Το μόνο όμως που καταφέρνουν στην πραγματικότητα είναι να προβάλλουν στο δημόσιο βίο τα συμπλέγματα και τον μισανθρωπισμό τους. Η μικροαστική αντίληψη ήταν πιο δυνατή από την πραγματικότητα και καθημερινότητα των ανθρώπων, που είδαν τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν. Θεωρώ ότι η εξέλιξη αυτού του lumpen μικροαστισμού στη διάρκεια της κρίσης στην Ελλάδας καλλιεργήθηκε και προετοιμάστηκε όχι μόνο από τη διεφθαρμένη ΝΔ και το διαπλεκόμενο ΠΑΣΟΚ αλλά και από όλο το αντι-Σύριζα μπλοκ. Όσο οι αριστεροί και οι κομμουνιστές κατηγορούσαν το Σύριζα, πυροβολούσαν τα πόδια τους, καθώς ενδυνάμωναν την lumpen μπουρζουαζία, η οποία με την μικροαστική προπαγάνδα εισχωρούσε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και τις υποκατηγορίες τους. Αυτό φάνηκε από τα χαμηλά ποσοστά που πήραν στις εκλογές όλα τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα. Αν το δούμε πιο βαθιά, είναι αυτή η ίδια η κοσμοθεωρία του μικροαστισμού, που έχει διασπάσει και την αριστερά, δείχνοντας έναν «ελιτισμό» ως προς την καθαρότητα των ιδεών. Σε κάθε περίπτωση η κριτική δεν αφορούσε το γεγονός ότι είναι απλά μια εκφυλισμένη, χυδαία και γραφική δεξιά αλλά σήμερα είναι πολύ επικίνδυνη, διότι έχει στους κόλπους της κρυφοφασίστες χουντικούς.
Η κομμουνιστική και ευρύτερη αριστερά δεν έχει καμία δικαιολογία να παραβλέπει την επέλαση των εκφυλισμένων lumpen μικροαστών μόνο και μόνο για να κάνει μια στείρα αντιπολίτευση. Όταν η ίδια η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν καθορίζει απόλυτα την ιδεολογική ταυτότητα των μελών κάθε κόμματος, τότε η υποχρέωση είναι ενάντια στο φασισμό και τον κρυφοφασισμό, ο οποίος από την φύση του είναι αντικοινωνικός και απάνθρωπος. Και αν νομίζουν οι αριστεροί ότι αυτό είναι υπερβολή, θυμίζω πως ο Μαρξ προέβλεψε ότι η μικροαστική αυτή τάξη μέσα στο χρόνο θα χάσει την όποια οικονομική της ανάπτυξη και θα αντιδράσει ακραία και εξαιρετικά συντηρητικά. Και δεν πέρασε ούτε ένας αιώνας που η τάξη αυτή έγινε πολιτικός στυλοβάτης του φασισμού, λειτουργώντας ως τρομοκρατημένη ανεξέλεγκτη κοινωνική τάξη. Η μικροαστική μπουρζουαζία δεν άργησε να παράσχει τις υπηρεσίες της στους Ιταλούς βιομηχάνους, που χρηματοδότησαν τον φασισμό, φοβούμενη μήπως χάσει την δική της κοινωνική, πολιτική και οικονομική «εξουσία». Το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία. Ο ίδιος ο Wilhelm Reich υποστήριξε ότι και η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία του μεσοπολέμου στηρίχθηκε κατά κόρον από τη μικροαστική μαζική ψυχολογία των μελών αυτής της τάξης. Φανταστείτε τι μπορεί να συμβεί σήμερα, όταν όλοι μας λίγο ως πολύ διαθέτουμε τέτοια μικροαστικά στοιχεία και πόσο αυτοκαταστροφική μπορούμε να γίνουμε ως κοινωνία.