Οι λόγιοι και οι καλλιτέχνες, κυρίως όσοι επηρμένα αυτοαποκαλούνται έτσι, έχουν μια διαβολεμένη ροπή να αναρριχώνται στα βουλευτικά έδρανα, στο κυρίαρχο ανώτερο στρώμα, ντε. Αδιαφορούν πλήρως για ηθικά και αισθητικά κριτήρια, για τον ρόλο τους ως δημιουργών. Γουστάρουν με άλλα λόγια την ελίτ, πασχίζουν να γίνουν μέλη της, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να υποψιαστούν ότι αυτή η ελίτ δεν τρέφει καμία εκτίμηση για το έργο τους και το μόνο που θέλει είναι η «αναγνωρισιμότητά» τους. Οι μπαγάσηδες έχουν καταφέρει να επιβάλουν την εικόνα τους και όχι το Είναι τους [αν και ως Είναι έχουν την εικόνα τους πλέον].
Και αυτά παρότι στα ενδιαφέροντα της ελίτ επικρατεί, εδώ και δύο αιώνες τουλάχιστον, ο στυγνός οικονομισμός. Ουδέποτε ενδιαφέρθηκε η ελίτ για την καλλιτεχνική ματιά στον κόσμο, για τα συναισθήματα, για την ποίηση, ούτε καν για την -εθνικώς- ιδρυτική δύναμη της τελευταίας· τι θα έλεγαν οι κύριοι της ελίτ, αν δεν είχαν παππού τον Ομηρο; Μάλλον θα ήσαν δούλοι των Ρωμαίων, Τούρκων, Αγγλων, Αμερικανών και λοιπών αυτοκρατοριών. Το φαινόμενο δεν παρουσιάζεται σήμερα, στην ακμή του καπιταλισμού και της χυδαίας υλοφροσύνης. Ηδη από τον 19ο αιώνα οι ανώτερες τάξεις εμφανίζονταν ψυχρές απέναντι στο καλλιτεχνικό πνεύμα -άλλες ήσαν οι καπιταλιστικές τους αξιολογήσεις και προτεραιότητες.
Διαβάζω: «Εμπλέκεται και η διανόηση στο σκοτεινό παιγνίδι των μηχανορραφιών της πολιτιστικής βιομηχανίας και επειδή τα υλικά της μέσα διόλου δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό με τα μεγάλα οικονομικά μέσα, αυτή υποκύπτει και τελικά γίνεται μια ancilla plutokratiae [υπηρέτρια της πλουτοκρατίας]… η ηθική ταπείνωση της διανόησης είναι τόσο αφόρητη». (Παναγιώτης Κονδύλης, «Συντηρητισμός», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Αναφέρεται σε βιβλίο του Μωρράς -και συνεχίζει, σχολιάζοντας: «Ο κοινωνικός υποβιβασμός των διανοουμένων συμβαδίζει στα μάτια του Μωρράς με την παρακμή του πολιτισμού, με το κακό γούστο και τη χυδαιότητα των ηθών. Αυτή η κριτική του πολιτισμού συναρτάται, με τη σειρά της, με την κριτική του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας ως όλον: “c’ est l’ Argent qui fait le pouvoir en democratie” [το χρήμα αποτελεί την εξουσία στη δημοκρατία]».
Δεν χρειάζεται να προσθέσει και πολλά κανείς, θλίβεται απλώς από το πόσο μυστική, απρόσωπη, εξισωτική, αποσυνθετική και διαβρωτική είναι η λειτουργία του χρήματος ακόμη και σε αυτούς που υποτίθεται το τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα· σε πρώτη έχουν -αστειευόμαστε- το πνεύμα. Αναλόγως λειτουργεί το Κοινοβούλιο: «κυβερνά το παρασκήνιο, η αόρατη επιρροή, το ιδιοτελές και μεροληπτικό φρόνημα, και αυτό με τη σειρά του οδηγεί στη διάλυση κάθε σταθερής δύναμης και στέρεης πίστης».
Μη φορτώνουμε εντούτοις όλα τα κακά στην καμπούρα της ολιγότητας των Ελλήνων διανοουμένων του 21ου αιώνα. Παλιά τους τέχνη κόσκινο πολλών εξ αυτών, από τις απαρχές ακόμη του γραπτού πολιτισμού, να προσκολλώνται και να διάγουν βίον τρυφηλό στις αυλές των τυράννων. Δεν ξέρω αν κοκκίνιζαν οι παρειές των αρχαίων· σε αυτές των νέων ούτε ίχνος δεν διακρίνεις από το χρώμα της αιδούς, της αρετής, που λέμε [που λέγαμε…].