Αργησα, αλλά τους κατάλαβα. Οχι, δεν τους κατάλαβα. Κατανόησα, όμως, μία λογική συνέχεια στον παραλογισμό των πράξεών τους, στο ασύλληπτο της σκέψης τους. Και ναι, αυτή τη φορά, αυτή τη μοναδική φορά, με βγάζω στην απ’ έξω.
Δεν ήταν εύκολη διαδικασία. Δεν είχα και χρόνο. Ενεκα που η τελευταία εκλογική αναμέτρηση απεδείχθη ιδιαζόντως ειδεχθής ως προς την πίστη μου στον ανθρώπινο λόγο (όχι ότι τον είχα και ποτέ σε καμία ιδιαίτερη εκτίμηση), έπρεπε να βρω μιαν άκρη. Δεν μπορεί να είναι όλα τόσο «ρευστά» όσο τα λένε οι σύγχρονοι (αναρχικοί κυρίως) φιλόσοφοι, δεν γίνεται να είναι όλα τόσο «μοιραία» όσο τα λέγαν πάντα οι (πάντα σύγχρονοι) θρησκειοφορούντες. Ούτε βέβαια είναι δυνατόν να είναι όλα τόσο «μαύρα» όσο τα βλέπω του λόγου μου.
Βέβαια, δεν είναι ούτε η πρώτη και σίγουρα δεν θα ‘ναι μήτε η τελευταία φορά στην Ιστορία που πολλές βεβαιότητες υποχώρησαν και ακόμα περισσότερες αποχώρησαν -κυρίως ελλείψει ακροατηρίου. Το οποίο νομίζει πάντα ότι αυτό καθορίζει και βεβαιότητες και εξελίξεις. Ηρθε και ο Μαρξ και του επιβεβαίωσε αυτή του την υποψία και τρομάζουμε από κείθε ώς τα τώρα να το πείσουμε για το αντίθετο.
Πως δεν είναι, δηλαδή, δυνατόν από τη μια να πιστεύει ο λαός (σ.σ. η λέξη να διαβαστεί εμφατικώς!) πως δύναται να πάρει την Ιστορία στα χέρια του και να τη στύψει, σα λεμόνι να τη στύψει (στης εργατιάς τη χούφτα), κι από την άλλη μη δούμε βασιλιά, δικτάτορα, θεό και κοσμοκράτορα, πέφτουμε πάνω τους σαν το μελίσσι! Ασχέτως αν μετά βουίζουμε καημούς και αναστεναγμούς, μέχρι να πονέσουν τ’ αφτιά μας απ’ το βουητό.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για το σύνδρομο της Ηλέκτρας: μας πέταξε ο μπαμπάς – θεούλης από τον Παράδεισο, γιατί ήμασταν κακά παιδάκια και τον παρακούσαμε, κι όλη μας τη ζωή ψάχνουμε έναν μπαμπά – θεούλη – τιμωρό να λουφάξουμε κάτω από τις φτερούγες του… Είναι, όμως, αυτό επαρκής εξήγηση;
Πώς εξηγείς, για παράδειγμα, το γεγονός πως ουδεμία απέχθεια νιώθουμε να πετάμε σκουπίδια συλλήβδην, πως διόλου άσχημα αισθανόμαστε να ζούμε ανάμεσά τους, να τρώμε, να περπατάμε, να διασκεδάζουμε αλλά, Παναγιά μου βόηθα, μη και σκύψουμε και μαζέψουμε κανένα! Τότε είναι που μας πιάνει μια μπίχλα και μια σιχασιά άλλο πράμα!
Αυτό δεν κάνουμε; Ψηφίσαμε έναν άνθρωπο, που ως πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών συμφώνησε (αν δεν εισηγήθηκε κιόλας) να προπληρώνει ο ασθενής τις ιατρικές εξετάσεις του σχεδόν στο ακέραιο και όχι απλά τη συμμετοχή του, όπως γινόταν μέχρι τώρα. Αυτό το «τώρα» βέβαια μόνο τυχαίο δεν είναι: λίγες βδομάδες πριν από τις εκλογές, αυτό είναι. Και ο άνθρωπος αυτός είναι γιατρός! Τι σου λέει, δηλαδή, ο γιατρός-πρόεδρος ΙΣΑ-περιφερειάρχης-σύζυγος χρυσοποίκιλτης; Πως επειδή χρωστάει το Δημόσιο στους γιατρούς, μόνο αν έχεις κύριε μέλλων ετοιμοθάνατε θα ζήσεις. Αλλιώς, καλά στερνά.
Και να ‘ταν μόνο αυτό; Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που ψηφίσαμε (κι ίσως ξαναψηφίσουμε -έτοιμοι είμαστε), όχι μόνο αν μόνο έχεις να πληρώσεις θα ζήσεις, αλλά, αν δεν έχεις, φταις εσύ και μόνο! Γιατί είσαι τεμπέλης και ανάξιος και βλάκας. Και άρρωστος! Αν είσαι δε και αριστερός, στα γουναράδικα σούμπιτο, χωρίς ρετούρ.
Δίχως ρετούρ θα είναι γενικά, αν τελικά. Που θα γίνει «τελικά τελικά», αν αποφασίσουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ανάμεσα στα σκουπίδια που εμείς δημιουργούμε, ταυτόχρονα σιχαινόμαστε και δίχως αυτά δεν ζούμε.
«Για να τελειώνουμε: 7ήμερο εργασίας! Οχι 6ήμερο! Οχι πια αυτός ο εκβιασμός που γίνεται από τους ελέγχους του ΣΥΡΙΖΑ!» είπε η εργοδοσία στον Κυριάκο. «Ο κ. Τσίπρας, όταν έφυγε από δω, μας έστειλε 7 φορές το ΣΔΟΕ», του είπαν. «Εγώ να ξέρετε δεν στέλνω. Το κράτος δεν πρέπει να στέλνει… Εμείς δεν θα μπλέξουμε στα χωράφια σας», καθησύχασε ο Κυριάκος τους επιθυμούντες δουλοπαροικία και φοροδιαφυγή εργοδότες.
Γιατί; Γιατί -αν τελικά- το μόνο «εμπόδιο» στην επιχειρηματικότητα θα είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Οπως και το μόνο «εμπόδιο» στην υγεία, οι ασθενείς που δεν… αν τελικά.
Αυτό το «αν» τρέμω.