«Η καρδιά του είναι στεγνή όπως ένας χείμαρρος το κατακαλόκαιρο». Τη θυμόταν αυτή τη φράση, την είχε διαβάσει σε μία από τις πολλές εκδοχές του μύθου του Ρομπέν των Δασών, κάποτε. Περιέγραφε έναν από τους κακούς της ιστορίας, έναν σερίφη ή έναν φιλάργυρο επίσκοπο. Αυτό δεν το θυμόταν…
Η παρομοίωση αυτή την κυνηγούσε πάντα. Αναρωτιόταν πώς είναι να έχεις μια καρδιά στεγνή από συναισθήματα, να μη σε αγγίζει τίποτα, να μη σε συγκινεί τίποτα. Κανένα ίχνος υδροφόρου συναισθήματος να μην μπορεί να σε αγγίξει, να μην μπορεί να σε δροσίσει, ή να μην του επιτρέπεις να το κάνει. Ακόμη και οι πιο σκληροί άνθρωποι, δεν μπορεί, κάποτε θα αισθάνθηκαν κάτι. Εστω οργή ή μίσος. Αρνητικό συναίσθημα, αλλά συναίσθημα. Και δεν μπορεί, σε κάποια γωνιά θα έκρυβαν κάτι θετικό, κάτι ζωογόνο, για έναν άνθρωπο, για ένα ζώο, για κάποιον ή κάτι τέλος πάντων.
Εκτοτε, όταν περνούσε από ποτάμια και χειμάρρους, τα παρατηρούσε προσεκτικά. Εικονοποιούσε τις καρδιές των ανθρώπων, έβλεπε τις κεντρικές αρτηρίες τους σαν πραγματικά μεγάλα ποτάμια, όπως ο Νείλος ή ο Ρήνος ή ο Αμαζόνιος ή ο Βόλγας – αυτός κυρίως γιατί της άρεσε το όνομά του. Τις μικρότερες, σαν ποταμούς όπως ο Βοϊδομάτης ή η Νέδα ή ο Αώος. Και τις φλέβες γύρω από αυτές σαν ρυάκια και πηγές.
Αλλά κατάξερο χείμαρρο δεν θυμόταν να είδε ποτέ. Ισως και να μην έτυχε. Ακόμη και στην καρδιά του καλοκαιριού. Πάντα, λίγο νερό έρρεε και πήγαινε κάπου, σε μια λίμνη, σε μια ρεματιά, σε μιαν ακτή. Ισως και να εξατμιζόταν στο τέλος. Υπερβολικός ο συγγραφέας, σκεφτόταν τότε.
Μπορεί βέβαια η ίδια να είχε σταθεί σχετικά τυχερή. Είχε γνωρίσει ανθρώπους που στην πιο δύσκολη στιγμή τής χάρισαν έναν λόγο καλό, λόγο παρηγορητικό. Ενα μπράβο την ώρα που δεν το περίμενε και ένα «ευχαριστώ», ακόμη και αν δεν ήταν απαραίτητο. Κάποιους που της είπαν ότι είναι όμορφη ενώ ήταν άυπνη και κουρασμένη γιατί έκλαιγε δύο ολόκληρες μέρες. Και κάποιους άλλους, που ήξερε ότι αν σηκώσει το ακουστικό θα τους βρει στην άλλη άκρη της γραμμής.
Υπήρχαν και κάποιοι που τους είδε μόνο μια φορά, αλλά θα τους θυμάται πάντα, για ένα χαμόγελο στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό, για το χέρι που πρόσφεραν όταν πήγε να πέσει στον δρόμο.
Ενιωθε ευγνωμοσύνη για όλους αυτούς, γιατί είχαν κάνει τον δικό της Βόλγα, τον δικό της Αώο και Βοϊδομάτη να τρέξουν πιο γρήγορα, πιο ρυθμικά.
Ηξερε και άλλους βέβαια, που αποδείχθηκαν λίγοι ή ασυνεπείς, δειλοί ή άβουλοι, μικροί ή επιπόλαιοι, κάποιοι που έφυγαν με λόγια σκληρά, άλλοι που δεν τόλμησαν ένα σωστό, ολόκληρο, κανονικό αντίο. Αυτούς τους τελευταίους ειδικά τους λυπόταν λίγο – κι ας μην μπορούσε πλήρως να τους καταλάβει.
Τελικά, αυτό την πείραζε πιο πολύ απ’ όλα. Να μην μπορεί να καταλάβει. Κι ας ήταν πάντα «περίεργη και μελετηρή»*, κι ας ήξερε «απ’ όλα, λίγο από όλα»* όπως λέει η Κική Δημουλά, κι ας έχασε κι από την προσοχή* της και από την απροσεξία* της. Κι ας μίλησε πολύ «στους ανθρώπους, στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες. Και πολύ στις αλυσίδες».
Τελικά, με τον καιρό κατάλαβε γιατί την ενδιέφεραν -μπορεί και να τη γοήτευαν- οι ξεραμένοι χείμαρροι· γιατί ήταν μισά ποτάμια, τον χειμώνα ορμητικά, γεμάτα νερό και το καλοκαίρι στεγνά – μια συνθήκη δύσκολης ισορροπίας.
Κι ίσως γιατί κι η ίδια ήταν γεμάτη αντιθέσεις. Σαν την ηρωίδα του ποιήματος που λέει ότι «όσο μπορούσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι/ όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,/ κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό/ στα ξεροπόταμα / και παρασύρθηκα»*.
*Λέξεις και αποσπάσματα από το ποίημα της Κικής Δημουλά, «Πέρασα», από τη συλλογή «Το Λίγο του Κόσμου», 1971.