Καθώς οδεύουμε προς το τέλος της σχολικής και ακαδημαϊκής χρονιάς, καλό είναι να θυμηθούμε τις εξελίξεις στον χώρο της εκπαίδευσης σε κράτη όπως η Βρετανία, όπου άνθησε αρχικά ο εμπορικός και στη συνέχεια ο βιομηχανικός καπιταλισμός και μετεξελίχθηκε σε παγκόσμιας εμβέλειας αυτοκρατορία.
Τόσο στα οικονομικά όσο και στα εκπαιδευτικά ζητήματα, οι εξελίξεις χαρακτηρίζονται από τη σχεδόν παντελή απουσία του κράτους ως παρεμβαίνουσας ρυθμιστικής αρχής και την κατίσχυση του ατομικιστικού και ανταγωνιστικού πνεύματος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με οποιαδήποτε κεντρική, κρατική παρέμβαση να θεωρείται εκ προοιμίου τροχοπέδη.
Το γεγονός ότι η Βιομηχανική Επανάσταση δεν απαιτούσε υψηλού μορφωτικού επιπέδου εργάτες, αλλά αντίθετα ανειδίκευτα εργατικά χέρια, λειτούργησε επιπρόσθετα προς μια αναιμική κρατική παρέμβαση στα εκπαιδευτικά πράγματα του 19ου αιώνα.
Η διαπίστωση ότι το 1843 «η Αγγλία βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι του πολιτισμένου κόσμου σε σχέση με την εκπαίδευση του λαού της», ουσιαστικά δεν μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της βικτοριανής εποχής, όπου τα σχολεία ιδρύονται και λειτουργούν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και έλεγχο, στη βάση της εθελοντικής οργάνωσης με τη θέσπιση αιρετών τοπικών εκπαιδευτικών αρχών.
Ο εκπαιδευτικός Νόμος Φόρστερ κατά το διάστημα 1870 – 1902, που προσπάθησε να συμβιβάσει την εθελοντική οργάνωση με την κεντρική κρατική μέριμνα και σχεδιασμό, απέτυχε να δημιουργήσει ένα ενοποιημένο και ολοκληρωμένο σύστημα εθνικής παιδείας -πόσω μάλλον δωρεάν παιδείας.
Στα ελάχιστα υψηλού επιπέδου ιδιωτικά σχολεία φοιτούσαν οι γόνοι της αριστοκρατίας για να συνεχίσουν τις ανώτατες σπουδές τους στα «αρχαία» πανεπιστήμια (Κέμπριτζ, Οξφόρδη), ώστε να στελεχώσουν τη διοίκηση και την πολιτική. Τα ιδιωτικά και μέσου επιπέδου επιχορηγούμενα σχολεία απευθύνονταν στα τέκνα των λιγότερο πλούσιων, των φτωχών ευγενών και των υψηλού επιπέδου βιομηχάνων και επαγγελματιών.
Τέλος, τα χαμηλότερου επιπέδου ιδιωτικά και επιχορηγούμενα σχολεία προορίζονταν για τα παιδιά των εμπόρων και των καλλιεργητών. Ο Νόμος Μπαλφούρ του 1902 δημιούργησε στην ουσία δύο μη εφαπτόμενα εκπαιδευτικά συστήματα, ένα για τα εργατόπαιδα (μέχρι το 14ο έτος) και ένα αποκλειστικά για την υψηλόβαθμη μεσαία τάξη.
Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα, η Βρετανία παρουσίαζε ένα αποκεντρωμένο, άναρχο, πολλαπλά κατακερματισμένο και ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο, διαπνεόμενο από μια αριστοκρατική σύλληψη της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, δεν στόχευε στην καθολικού χαρακτήρα ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού, αλλά αντανακλούσε και αναπαρήγε την υφιστάμενη ταξική διαστρωμάτωση.
Το δυστύχημα είναι ότι στην τρέχουσα συζήτηση για τα εκπαιδευτικά πράγματα κάποιοι φαίνεται ότι λησμονούν το έντονα αρνητικό παράδειγμα της Βρετανίας του 19ου αιώνα και εμφορούνται από θέσεις που, αν εφαρμοστούν, εν τέλει θα το αναβιώσουν.
* (Ph.D.)2, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Φυσικής – Υπολογιστικής Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης