Το 1762, την ίδια χρονιά που δημοσιεύτηκε το Κοινωνικό Συμβόλαιο, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ δημοσίευσε την πραγματεία του για την αγωγή και την εκπαίδευση των νέων. Το πεντάτομο έργο του «Αιμίλιος, ή Περί Αγωγής» πραγματεύεται τα θεμελιώδη πολιτικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, που αφορούν τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Ιδιαίτερη έμφαση έδινε ο Ρουσσώ στον τρόπο βάση του οποίου το άτομο θα μπορούσε να διατηρήσει την καλή του φύση μέσα σε μια διεφθαρμένη κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση με την οποία ξεκινά το πρώτο βιβλίο… «Όλα είναι σωστά, καθώς βγαίνουν από τα χέρια του Δημιουργού, όλα εκφυλίζονται στα χέρια του ανθρώπου». Ο Ρουσσώ, με μυθιστορηματικό τρόπο, αναπτύσσει την ιστορία του Αιμίλιου και του δασκάλου του, προσπαθώντας να περιγράψει τη μέθοδο, με την οποία δημιουργείται ο ιδανικός πολίτης μέσα από την εκπαίδευση. Ο Αιμίλιος, χωρίς να είναι ένας οδηγός ανατροφής των παιδιών, καταφέρνει να θεμελιώσει την πρώτη ολοκληρωμένη φιλοσοφία της εκπαίδευσης στον δυτικό κόσμο.
Ο Ρουσσώ, χωρίς να έχει ιδιαίτερη εκτίμηση στα Πανεπιστήμια και τις Ακαδημίες της Ευρώπης εκείνης της εποχής, κυρίως λόγω του θρησκευτικού και συντηρητικού τους χαρακτήρα, εντούτοις προσπάθησε να ενσταλάξει τις προοδευτικές ιδέες του Διαφωτισμού και φυσικά να αναμορφώσει ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας. Θεωρούσε, ότι οι μεν δάσκαλοι δεν έπρεπε να λειτουργούν ως αυθεντίες και τα δε εκπαιδευτικά ιδρύματα έπρεπε να χαλαρώσουν την αυστηρότητά τους. Στην ουσία πίστευε πως η δουλειά των εκπαιδευτικών αλλά και των ακαδημιών είναι να διαμορφώνουν ένα κλίμα έρευνας και προσωπικής αναζήτησης στους μαθητές. Οι δάσκαλοι οφείλουν να θέτουν τα ερωτήματα και οι μαθητές μόνοι τους να προσπαθούν να απαντούν. Μ’ αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται η κριτική τους σκέψη και αποκτούν πνευματική ωριμότητα και οξυδέρκεια στη ζωή τους.
Εύκολα μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι κύριο μέλημα, όσων αντιλαμβάνονταν την αξία της γνώσης και της εκπαίδευσης, ήταν η βελτίωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το ζητούμενο ήταν η γνώση… ώστε το άτομο με τα εφόδια που αποκτούσε να ωφελήσει τόσο τον εαυτό του όσο και την κοινωνία. Με την πρόοδο των μαθητών αλλά και των ακαδημαϊκών ερευνών αποκτούσε αρχικά κύρος το εκπαιδευτικό ίδρυμα και έπειτα ολόκληρη η κοινότητα, η οποία αποτελούνταν από σπουδαίους και πνευματικούς ανθρώπους. Τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ελβετίας και της Αυστρίας έγιναν σπουδαία και ονομαστά κυρίως τόσο μέσα από τους εξαίρετους δασκάλους τους, οι οποίοι αφιέρωσαν όλες τους τις προσπάθειες για να αναμορφώσουν τις κοινωνίες τους, όσο και από τους φιλομαθείς νέους, που ενδυνάμωναν τη φήμη αυτών των ιδρυμάτων.
Η πορεία αυτή ήταν σχεδόν μια αυτονόητη πραγματικότητα μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, πριν δηλαδή το «όνομα» και η φήμη του Πανεπιστημίου καθορίσουν την «αξία» των σπουδών. Σήμερα η φήμη των Πανεπιστημίων, ανεξάρτητα με την ποιότητα των εκπαιδευτικών αλλά και των προγραμμάτων εκπαίδευσης, προσδιορίζουν το μαθητή, πριν καλά καλά πάρει το πτυχίο του. Παραδείγματος χάρη, όταν ακούμε ότι κάποιος σπουδάζει στο Harvard, στο Yale, στο UCLA, στο Cambridge ή στο Oxford, αυτόματα θεωρούμε ότι οι σπουδές του είναι υψηλής ποιότητας και δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να δούμε τα προγράμματα σπουδών, την ποιότητα των προγραμμάτων ή ακόμη και το ρόλο των ιδρυμάτων αυτών μέσα στην κοινωνία. Το μάρκετινγκ έχει υπερκαλύψει την ουσία. Κανένας δεν θα πίστευε, αν άκουγε ότι τα προγράμματα σπουδών του Cambridge και του Oxford University έχουν τεράστιες ομοιότητες με τα προγράμματα του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη. Καμία Ντόρα Μπακογιάννη δεν θα έλεγε με καμάρι, ότι ο γιός της σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Η αλήθεια είναι ότι οι γόνοι «των Ντορών» όχι μόνο δεν μπορούν να σπουδάσουν στα ελληνικά ή σε μεγάλα και αυστηρά πανεπιστήμια της Ευρώπης (Ελβετία, Γερμανία κτλ) αλλά δεν μπορούν ούτε τις εισαγωγικές εξετάσεις να περάσουν. Φταίνε τα παιδιά; Φυσικά και δεν φταίνε τα παιδιά. Φταίει η αλαζονεία των μανάδων, οι οποίες νιώθουν υπερήφανες για το γεγονός ότι τα παιδιά τους «πέρασαν» στο τάδε ή δείνα πανεπιστήμιο, παραβλέποντας το γεγονός ότι τα μόνα προσόντα που διαθέτουν αυτά τα παιδιά είναι το «όνομα» της οικογένειας και τα λεφτά της μαμάς.
Η Ντόρα Μπακογιάννη απευθυνόταν σε όσους δεν γνωρίζουν τα Αμερικάνικα, τα Αγγλικά, ή τα Ελβετικά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο «λαουτζίκος», ο οποίος ακούγοντας ότι ο Κώστας Μπακογιάννης σπούδασε στην Αμερική και μάλιστα στο Harvard, για τη μαμά Ντόρα, οφείλει να τον θεωρεί σπουδαίο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ούτε αυτός ούτε ο θείος του μπορούν να αρθρώσουν μια ορθή πολιτική κουβέντα με επιχειρήματα στη δημόσια σφαίρα. Δυστυχώς για αυτούς, άνθρωποι που σπούδασαν και δίδαξαν σε πολύ καλά και γνωστά Πανεπιστήμια του εξωτερικού, γνωρίζουν πολύ καλά την ποιότητα των γόνων τέτοιων μανάδων και μειδιούν χλευαστικά στο άκουσμα ότι «το δικό μου παιδί σπούδασε στο Harvard». Η αλήθεια είναι, ότι τα περισσότερα πανεπιστήμια λόγω ερευνητικών προγραμμάτων κατά κάποιο τρόπο υπερτερούν άλλων. Αλλά ο Κώστας Μπακογιάννης δεν σπούδασε για να αφιερωθεί στην έρευνα (πώς θα μπορούσε άλλωστε) ώστε πραγματικά το Harvard να είναι τιμή του και καμάρι του, αλλά το έκανε για να κομπάζει η μαμά του, ότι είναι «άξιος» και «άριστος» και να συνεχίσει την παράδοση της οικογενείας του, δηλαδή αυτή της άνευ περιεχομένου κρατικοδίαιτης καριέρας.
Είναι γεγονός πως σήμερα, όσοι από τους γόνους αυτούς εμφανίζονται στη δημόσια σφαίρα, χαίρουν λίγης εκτίμησης. Όταν η πλειοψηφία των νέων έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους ή συνεχίζουν σε πολύ υψηλό επίπεδο, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από το βιογραφικό ενός τέτοιου γόνου. Τέτοιοι γόνοι είναι πάντα πολύ καλά προστατευμένοι από τις φτερούγες των οικογενειών τους, καθώς δεν μπορούν να σταθούν μόνοι τους στην κοινωνία. Είναι απαίδευτοι, ασήμαντοι και πολύ «λίγοι» σε σχέση με την πλειοψηφία των παιδιών του λαού, που κάθε πτυχίο και κάθε προσόν που αποκτούν, είναι κατάκτηση αποκλειστικά δική τους και μπορούν έτσι να προσφέρουν ως ολοκληρωμένοι άνθρωποι στην κοινωνία. Οι μόνοι που τροφοδοτούν το «κύρος» των γόνων και των οικογενειών τους, μένουν να είναι ορισμένοι δουλοπρεπείς κόλακες, θύματα κι αυτοί της μικρότητάς τους.
Όταν η κενότητα είναι το μόνο προσόν του υιού της Ντόρας, τότε ως μάνα δικαιολογείται. Γιατί όπως η κουκουβάγια βλέπει μόνο τα δικά της παιδιά ως τα καλύτερα και τα ομορφότερα, έτσι και η κουκουβάγια Ντόρα βλέπει τον δικό της μπούφο από το Harvard ικανό ειδικό σύμβουλο, να την συνοδέψει μαζί με τον κουμπάρο της στις εθνικές αποστολές.