Αυτό που θα παρακολουθήσει η κοινωνία, αν γίνει τελικά το debate πριν τις εκλογές της 7 ης Ιουλίου, είναι μια ολομέτωπη επίθεση στον Αλέξη Τσίπρα από τους «ανεξάρτητους», «αντικειμενικούς» και «αμερόληπτους»δημοσιογράφους σε πλήρη αρμονία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τη Φώφη Γεννηματά, τον Δημήτρη Κουτσούμπα και τον Βασίλη Λεβέντη. Είναι δε απίθανο οι επικεφαλής της αντιπολίτευσης να παρουσιάσουν και να αναλύσουν τις θέσεις τους για το πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας την επόμενη μέρα των εκλογών. Εξαίρεση φυσικά αποτελεί ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ήδη μετά τις ευρωεκλογές όρισε τις προγραμματικές θέσεις ως τη βάση της προεκλογικής πορείας του Σύριζα προς τις εθνικές κάλπες.
Ο λαός θα δει στο debate τη Φώφη Γεννηματά ως δεκανίκι του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, τον «επαναστάτη», «αντιιμπεριαλιστή», «άξιο» συνεχιστή του κομμουνιστικού κινήματος Δημήτρη Κουτσούμπα και τον «νεοφώτιστο» και «νεόκοπο» πολιτικά Βασίλη Λεβέντη, να προστατεύουν έναν δειλό, ανεπαρκή γόνο, που θέλει πάση θυσία να γίνει πρωθυπουργός.
Ο λαός θα δει «εμποράκους κομματικών παραμάγαζων», προστάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, να κρατάνε ένα λάστιχο, που λέγεται δημοκρατία και να το τεντώνουν, όπως τους συμφέρει. Κανένας δεν θα τολμήσει να μιλήσει για το νεοφιλελεύθερο κρυφό σχέδιο του Μητσοτάκη. Όσο πιο άγριο και αντικοινωνικό είναι το σχέδιο αυτό, τόσο θα δίνει νόημα στην κομματική επιβίωση τόσο του ΚΙΝΑΛ και του ΚΚΕ όσο και της Ένωσης Κέντρου (αν μπει στη βουλή). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο λαός δε θα ακούσει ούτε θέσεις ούτε προγράμματα διακυβέρνησης και για ακόμη μια φορά θα γυρίσει την πλάτη σε ένα κενό ουσίας και τοξικό πολιτικό περιβάλλον.
Η σημασία όμως των debate, τόσο στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία όσο και σε άλλες αρχαίες κοινωνίες όπως στην Ινδία με το λεγόμενο Shastrartha, βρίσκεται στο να αναπτυχθούν και να αναδειχτούν φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά νοήματα. Σκοπός των διαλόγων είναι να εμπνεύσουν τους πολίτες, να ενδυναμώσουν συνειδήσεις και να ενσταλάξουν οράματα για το μέλλον των κοινωνιών. Ωστόσο, οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι και το Διαφωτισμό (18 ο αιώνα) δεν ήταν οι κατάλληλες, ώστε να συνεχιστούν αυτού του είδους οι δημόσιες συζητήσεις. Με τον ερχομό όμως του αιώνα της λογικής η διεύρυνση της πολιτικής στη δημόσια σφαίρα κατέστησε τις δημόσιες τοποθετήσεις αναγκαίες στο δημόσιο βίο. Οι επίδοξοι πολιτευτές ή όσοι ήθελαν να διαμορφώσουν μια κατεύθυνση στην κοινή γνώμη, έπρεπε να είναι καλά προετοιμασμένοι με επιχειρήματα και θέσεις, ώστε η κοινωνία όχι μόνο να τους ακολουθήσει, αλλά και να τους διατηρήσει στη θέση τους.
Ένα από τα πρώτα debates ήταν αυτό ανάμεσα στον Αβραάμ Λίνκολν και τον γερουσιαστή Στίβεν Άρνολντ Ντάγκλας, γνωστό και ως The Great Debate του 1858. Ουσιαστικά αυτή η δημόσια αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο άνδρες ήταν μια σειρά από επτά debates που έλαβαν χώρα σε διάφορα μέρη του Illinois (Ottawa, Freeport, Jonesboro, Charleston, Galesburg, Quincy, Alton). Με τον ερχομό του 20 ου αιώνα και την αμεσότητα των ΜΜΕ, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ραδιοφωνικές δημόσιες συζητήσεις άρχισαν να μεταμορφώνουν τις αντιπαραθέσεις των πολιτικών, κάνοντάς τες πιο άμεσες στο ευρύ κοινό.
Η κοινωνία μπορούσε έτσι να διαμορφώσει άποψη για τις θέσεις των υποψηφίων. Η επιτυχία τέτοιων πρακτικών οδήγησε, να διεξαχθεί το πρώτο τηλεοπτικό debate, το οποίο παρακολούθησαν πάνω από εβδομήντα εκατομμύρια πολίτες, ανάμεσα στους αρχηγούς των δύο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων, τον Τζον Κέννεντυ και τον Ρίτσαρντ Νίξον στις αμερικανικές γενικές εκλογές του 1960. Οι δύο υποψήφιοι συμμετείχαν συνολικά σε τέσσερα debates από το τέλος Σεπτεμβρίου μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1960.
Τα debates όλες αυτές τις δεκαετίες έχουν γίνει μέρος του πολιτικού συστήματος σχεδόν απαραίτητα, όχι μόνο για να ενημερώνουν τους πολίτες για τις θέσεις των κομμάτων, αλλά και να αναδειχτεί η ποιότητα και το προφίλ των δύο ανδρών, που διεκδικούν να κυβερνήσουν. Στην Ελλάδα σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί συμμετείχαν σε debates. Ακόμη και ο Κώστας Σημίτης, που δε φημίστηκε για την ανδρεία του όσο διετέλεσε πρωθυπουργός, δέχτηκε να αντιπαρατεθεί με τον Κώστα Καραμανλή.
Την παράδοση βέβαια έσπασε ουσιαστικά ο «νταής τσ’ αντρικής σχολής», που η δημόσια παρουσία του πρόδιδε την κενότητα, τη μικρότητα και την ασήμαντη προσωπικότητά του, πολύ περισσότερο δε μάλλον τη δειλία του να αντιπαρατεθεί με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς μπορούν άνθρωποι με τόσο μικρό πολιτικό ανάστημα, που κρύβονται πίσω από το κόμμα τους, να έχουν απαίτηση, να τους εμπιστευτεί ο λαός και η κοινωνία;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να πάσχει από κοινωνική φοβία ή κοινωνικό άγχος. Ίσως είναι η έλλειψη αρετής και αυτοπεποίθησης, που του προκαλεί τόσο άγχος, να αντιπαρατεθεί δημόσια με τον Αλέξη Τσίπρα, που προτιμά να κρυφτεί πίσω από τη Γεννηματά, τον Κουτσούμπα και τον Λεβέντη. Ο Αριστοτέλης λέει για τον δειλό, ότι η δειλία του γίνεται φανερή στις περιπτώσεις που θεωρεί λυπηρές, καθώς δεν έχει τη δύναμη να συγκρατηθεί. Είναι ένας απελπισμένος και φοβισμένος άνθρωπος. Τεκμήριο της δειλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η γενικότερη δημόσια παρουσία του. Η δε άρνησή του να αντιμετωπίσει τον Αλέξη Τσίπρα δείχνει πραγματικά την ανεπάρκειά του. Η θρασυδειλία του προέδρου της νεοφιλελεύθερης και κοινωνικά επικίνδυνης παράταξης μετά τις ευρωεκλογές, έχει δείξει και τον τρόπο που θα κυβερνήσει τη χώρα, αν ο μη γένοιτο βγει νικητής. Και μπορεί ένας νεοφιλελεύθερος απλά να διαλύσει τα εργασιακά, την παιδεία, την υγεία… αλλά το πιο σημαντικό είναι, ότι ένας δειλός πρωθυπουργός είναι επικίνδυνος για τα σοβαρά εθνικά ζητήματα. Κρίνοντας από τις τελευταίες δηλώσεις Σημίτη και Βενιζέλου αλλά και τη στάση της ΝΔ στο μακεδονικό, όλοι μπορούν να αντιληφθούν, πώς θα χειριζόταν τα θέματα εξωτερικής πολιτικής ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Δειλοί, φρενοβλαβείς και φαιδροί έχουν εμφανιστεί στη δημόσια σφαίρα, επικίνδυνοι λαϊκιστές, χωρίς ιδεολογία και αυτοπεποίθηση, άτομα χωρίς ουσία, που απαξιώνουν κάθε διεργασία μέσα από την οποία μπορεί ο πολίτης να πληροφορηθεί και να εμπνευστεί. Η ΝΔ κατάντησε να είναι ένα κόμμα του μιντιακού σωλήνα του Βαγγέλη Μαρινάκη, που σκοπό έχει να επιβάλει την ασημαντότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Μητσοτάκης αποφεύγει το debate, όχι για να μην φανεί η δειλία και ασημαντότητά του (αυτό είναι άλλωστε γνωστό) αλλά γιατί μια τέτοια επιλογή είναι εκτός του σχεδίου, που έχουν καταστρώσει οι πολύ καλά πληρωμένοι επικοινωνιολόγοι.
Με το φιάσκο που ετοιμάζει το μιντιακό κατεστημένο, ακόμη μια Λυδία λίθος αυτής της κουτσουρεμένης δημοκρατίας απαξιώνεται και υποβαθμίζεται, ώστε να μη δει ο λαός τον κιοτή τον πρόεδρο, να υπόκειται στη βάσανο της εξακρίβωσης της καθαρότητας των θέσεών του. Θέσεις, που παρά τις υπεκφυγές και τις αερολογίες δεν μπορούν να κρυφτούν, θέσεις, που είναι όμως και εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν καθολικά αντιληπτές. Εκεί βασίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Σε μια μετριότητα, που μόνο η δειλία μπορεί να του παρέχει. Γιατί όπως λέει και ο λαός στα Γιάννενα… «Ο κιοτής ο έμπορος, ούτε χάν’ ούτεκερδαίν’».