Παρά τα όσα κατά καιρούς λέγονται για το τέλος των ιδεολογιών στη μεταμοντέρνα εποχή μας νομίζω ότι η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς εξακολουθεί να ισχύει· επιπλέον, θα έλεγα ότι μεταμορφώνεται συνεχώς μέσα σε νέα συμφραζόμενα, προτείνοντας διαφορετικές αναγνώσεις που την ευστοχία τους θα την κρίνει η πράξη. Στην Ελλάδα, πάντως, η αναπάντεχη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία έφερε στο φως ορισμένες μέχρι πρόσφατα άγνωστες πτυχές αυτής της διάκρισης.
Μια πρώτη τέτοια πτυχή αφορά το πώς προσλάμβανεται η νίκη και η ήττα στις εκλογές. Η Δεξιά ή, ακριβέστερα, τα λεγόμενα «αστικά κόμματα» πασχίζουν με νύχια και με δόντια να επικρατήσουν, αλλά η μεταξύ τους κόντρα, όσο σκληρή και να είναι, εντάσσεται σε ένα γενικό αποδεκτό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο ο ανταγωνισμός όχι μόνο αποτελεί θεμελιακό χαρακτηριστικό της κοινωνίας αλλά λειτουργεί επίσης ως κινητήριος μοχλός της.
Κοντολογίς, πρέπει να υπάρχουν πάντα νικητές και ηττημένοι. Κατά συνέπεια, κι επειδή οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού δεν πρόκειται να αλλάξουν, εκείνοι που έχασαν μπορούν εύλογα να ελπίζουν ότι στις επόμενες ή τις μεθεπόμενες εκλογές θα βρεθούν πάλι καβάλα.
Για τους αριστερούς, όμως, τον Ιανουάριο του 2015 συνέβη κάτι άλλο, ποιοτικά διαφορετικό και οντολογικά –αν ταιριάζει αυτή η διάσταση στην πολιτική– ανώτερο. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν για τους άθεους αριστερούς ό,τι είναι η Δευτέρα Παρουσία για τους χριστιανούς.
Συνδυάζοντας την ηθική ικανοποίηση για την αποκατάσταση μιας πελώριας και απάνθρωπης αδικίας με την επιβεβαίωση της θεωρητικά προδιαγεγραμμένης ανοδικής πορείας προς το κάλλιστο μέλλον, οι Συριζαίοι έλεγαν ανοησίες που δεν θα ήθελα να τους τις υπενθυμίσω γιατί δεν είμαι τόσο κακεντρεχής. Αναμενόμενος ο ενθουσιασμός για το «πρώτη φορά Αριστερά», συγγνωστή η αφέλεια.
Αλλά και ενδεικτική της τάσης όλων μας να μη βλέπουμε ό,τι μας ξεβολεύει. Διότι, όπως γνωρίζουν οι πάντες, η Αριστερά εκτός Ελλάδας είχε ήδη κυβερνήσει τη μισή Ευρώπη, με ένα από τα επιτεύγματά της το παγκόσμιο ρεκόρ σε χαφιέδες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ουδέποτε μου πέρασε από το μυαλό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε κάτι παρόμοιο. Αλλά, σύντροφοι, τα ιστορικά εγκλήματα στο όνομα της Αριστεράς δεν σβήνονται επειδή θέλετε να τα ξεχάσετε.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της διάκρισης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς έχει να κάνει με το πώς διαχειρίζονται την ηθική φθορά που επιφέρει κατά κανόνα η άσκηση της εξουσίας. Για τα αστικά κόμματα το πρόβλημα είναι χρόνιο και ανάγεται σε μια θεμελιώδη αρχή της ιδεολογίας τους.
Μολονότι θα ήταν άδικο να μην παραδεχτούμε ότι υπάρχουν δεξιοί, οι οποίοι ειλικρινά πιστεύουν πως η πολιτική τους είναι επωφελής για τη χώρα και προσπαθούν να την εφαρμόσουν χωρίς να λερώσουν τα χέρια τους, η έμφαση στον ατομισμό απενοχοποιεί έμμεσα και μέχρι ενός σημείου τη χρήση της εξουσίας προς ίδιον όφελος (για να το πω διπλωματικά). Το υπέρτατο ζητούμενο δεν είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά το άτομο ως νικητής, επιτυχημένος και συχνά αδίστακτος, που πρέπει πρώτα να του δοθεί η ευκαιρία να πλουτίσει για να μπορέσει, ως ατμομηχανή, να σύρει προς την ανάπτυξη τους λιγότερο ικανούς.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε την εξής διαφορετική προσέγγιση: οι αριστεροί προσπάθησαν να εκλογικεύσουν τα δικά τους ατοπήματα ως επιβράβευση για το αγωνιστικό παρελθόν τους –όπως είπε κάποιος, ο παππούς του ήταν στον ΕΛΑΣ και ο ίδιος συμμετείχε σε «προοδευτικές» κινητοποιήσεις– ενώ ταυτόχρονα κατήγγειλαν όσους τους επέκριναν, με το σκεπτικό ότι ο πραγματικός στόχος τους ήταν να σπιλώσουν την Αριστερά, στην οποία, ως γνωστόν, έχει κατακυρωθεί εσαεί το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα.
Με άλλα λόγια, οι δεξιοί είναι εξ ορισμού εξουσιολάγνοι, ενώ οι αγνοί αριστεροί το μόνο που θέλουν είναι να χρησιμοποιήσουν την εξουσία για να χτίσουν μια πιο δίκαιη κοινωνία. Διότι από τη στιγμή που κάποιος δηλώσει αριστερός δεν μπορεί να είναι ιδιοτελής. Συνεπώς οποιαδήποτε κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για παρατυπίες είναι εξ ορισμού άτοπη ή, ακόμα χειρότερα, εκ του πονηρού.
Σε αυτήν ακριβώς τη λογική, η οποία θεωρεί δεδομένο εκείνο που πρέπει να αποδειχθεί, στηρίζεται το εξής επιχείρημα που δεν το έβγαλα από το μυαλό μου, αλλά το έχω ακούσει κάμποσες φορές: εκείνοι που επικρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ για θεσμικές παρατυπίες ή παλαιοκομματικά τερτίπια (όπως π.χ. να κατατεθούν χρήματα σε λογαριασμούς ψηφοφόρων λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές) μάς παρακινούν, χωρίς να το λένε ανοιχτά, να ψηφίσουμε τη Νέα Δημοκρατία!
Ανάμεσα στα λάθη που ο ΣΥΡΙΖΑ παραδέχτηκε ήταν και η αλαζονεία. Η αλαζονεία όμως δεν είναι μόνο ύφος. Είναι και ο ισχυρισμός ότι όποιος επικρίνει, ας πούμε τον Καρανίκα ή τον Πολάκη, κουβαλάει νερό στον μύλο του Μητσοτάκη. Ετσι για να θυμηθούμε τα παλιά.