Αν προσπαθήσει κανείς να αναζητήσει τις ρίζες του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα, τότε θα διαπιστώσει ότι αυτά που ακούμε σήμερα δεν είναι ούτε καινούργια ούτε καν πρωτότυπα. Τα έχουμε ξανακούσει και κάποιοι παλιοί τα έχουν πληρώσει πολύ ακριβά, αφού εξαιτίας τους βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη στον δρόμο.
Ο πρώτος γύρος της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας στην Ελλάδα χτύπησε το 1985. Τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με χίλιους δύο τρόπους και με ακόμα περισσότερα τεχνάσματα προσπάθησε να βάλει τη Θάτσερ στη ζωή μας.
Η πολιτική γραμμή που διαμορφώνει, δεν είναι παρά η διατύπωση ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού και πολιτικού σχεδίου που περιλαμβάνει: λιγότερο Δημόσιο, περισσότερους «επενδυτές», ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων…
Η θατσεροποίηση της Ελλάδας απέτυχε, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές του Ιουνίου (45,82%, 161 έδρες) και έτσι οι «δυνάμεις της αγοράς» ανέβαλαν για λίγα χρόνια την επέλαση για την κατάκτηση της ελληνικής οικονομίας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι στις εκλογές του 1985 καταγράφηκε η πρώτη σύγκρουση προγραμμάτων και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού υπερασπίστηκε όσα είχε καταφέρει να κερδίσει από αγώνες που η αφετηρία τους βρισκόταν πολύ παλιά: στη δεκαετία του ’30.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι… τον δεύτερο γύρο, μπορεί τα σχέδια για τη νεοφιλελευθεροποίηση της Ελλάδας να μπήκαν στη συντήρηση, αλλά δεν έγινε το ίδιο στη Ν.Δ. Τότε ήταν που μπήκαν οι βάσεις για τη διαμόρφωση της νεοφιλελεύθερης τάσης και την απομάκρυνση από τα χαρακτηριστικά της «λαϊκής» Δεξιάς, που είχε δώσει στο κόμμα ο ιδρυτής του. Κοντολογίς, η τότε ηγετική ομάδα αποφάσισε να έχει τα «όπλα παρά πόδα» μέχρι να έλθει η ευλογημένη ώρα. Οταν τελικά η Ν.Δ. το 1990 επιλέχθηκε για να κυβερνήσει, τότε ο μέσος Ελληνας άρχισε να αντιλαμβάνεται τι εστί «ανθρώπινο πρόσωπο» του νεοφιλελευθερισμού.
Ο αριθμός των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα μειώθηκε από 484.000 το 1989 στις 458.000 το 1993. Απελευθερώθηκαν τα νοίκια. Καταργήθηκαν οι έλεγχοι των τιμών. Απελευθερώθηκαν η αγορά εργασίας (εισαγωγή της μερικής απασχόλησης και της τέταρτης βάρδιας) και το ωράριο των καταστημάτων.
Πραγματοποιήθηκε η ιδιωτικοποίηση των αστικών λεωφορείων της Αθήνας. Ιδιωτικοποιήθηκαν ή εκκαθαρίστηκαν 66 προβληματικές επιχειρήσεις του ΟΑΕ και διευκολύνθηκε με απολύσεις προσωπικού η αποκρατικοποίηση των υπολοίπων (από το 1989 μέχρι το 1993, έχασαν τη δουλειά τους 9.000 άνθρωποι). Ιδιωτικοποιήθηκαν 15 από τις 69 θυγατρικές κρατικών τραπεζών (Ναυπηγεία Ελευσίνος, Τράπεζα Αθηνών κ.ά.). Μεταβιβάστηκε το management της ΕΑΒ στη Lockheed Martin.
Ψηφίστηκε νόμος που καταργούσε το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και δημιουργήθηκε το θεσμικό πλαίσιο για τη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε καζίνα και μαρίνες. Καταργήθηκε εν μέρει το μονοπώλιο τόσο της Ολυμπιακής Αεροπορίας στις εσωτερικές πτήσεις όσο και των ΕΛΤΑ.
Και τέλος και το πιο σημαντικό: Επιβλήθηκε η άποψη σύμφωνα με την οποία για όλα τα δεινά φταίνε οι συνταξιούχοι και όχι οι πολιτικές δεκαετιών, σύμφωνα με τις οποίες οι ασφαλιστικοί οργανισμοί χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της κεντρικής διοίκησης και των τραπεζών.
Αν στα δικά μας χρόνια ζήσαμε το PSI που χρεοκόπησε τα Tαμεία, οι παππούδες μας έβλεπαν τις εισφορές τους να χρηματοδοτούν τις τράπεζες με άτοκες καταθέσεις και το Δημόσιο με δεσμεύσεις. Και έτσι απόλυτα συνεπής στις νεοφιλελεύθερες εμμονές, η τότε κυβέρνηση πήρε το μαχαίρι και άρχισε να πετσοκόβει το κοινωνικό κράτος. Στο ασφαλιστικό σύστημα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα «εξυγίανσης» με τρεις διαδοχικές παρεμβάσεις (1990, 1991, 1992).
Αξίζει τον κόπο να αναλογιστεί κανείς: Πόσες χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν; Τι λογιών θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν και πόσες απ’ αυτές άντεξαν τη δίνη της χρεoκοπίας; Πόσες καινοτόμες επιχειρήσεις αναδείχθηκαν; Τι είδους «επενδυτές» μάς προέκυψαν, πέραν εκείνων που κερδοσκόπησαν εκμεταλλευόμενοι το «κούρεμα» του κράτους; Πόσοι απ’ αυτούς πρωταγωνίστησαν στο πάρτι του Χρηματιστηρίου που διοργανώθηκε με τις ευλογίες των κυβερνήσεων Σημίτη και με τη σιωπή της Τραπέζης της Ελλάδος, επικεφαλής της οποίας ήταν ο κ. Παπαδήμος;
Για να μην πάμε στα πιο χοντρά. Θα μπορούσε να αποφευχθεί η σημερινή υπερχρέωση της ελληνικής οικονομίας, αν τότε στο όνομα της «απελευθέρωσης» και του «εκσυγχρονισμού» δεν είχαν αναδειχθεί οι τραπεζίτες σε κάτι ανάμεσα σε «σωτήρες» και «αρχιερείς»;
Σήμερα βρισκόμαστε κατάφατσα με τον «τρίτο γύρο» του νεοφιλελευθερισμού. Φυσικά στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον δεύτερο γύρο μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πολλά: Οι κυβερνήσεις από το ’99 και δώθε έκαναν την πρώτη «προσαρμογή» με μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή εισοδήματος –Χρηματιστήριο και αγορά ακινήτων– στην οποία με το δέλεαρ του εύκολου και γρήγορου κέρδους εξασφάλισαν τη συμμετοχή εκατομμυρίων πολιτών.
Τα μνημόνια ξεχαρβάλωσαν την ελληνική οικονομία, μετατρέποντάς τη σε οικονομία σερβιτόρων. Οι δανειστές απαίτησαν και πέτυχαν να έχουν πρόσβαση σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας: από ακίνητα μέχρι το τραπεζικό σύστημα και από τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας μέχρι και παραδοσιακές δράσεις του Δημοσίου. Οι επίτροποι σε συνεργασία με τους εγχώριους «επενδυτές» ξεχαρβάλωσαν την αγορά εργασίας, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και το ασφαλιστικό σύστημα. Και το πιο σημαντικό; Οι πολιτικές ηγεσίες κατάφεραν να κάνουν τους πολλούς να αισθάνονται ένοχοι για όλα τα δεινά που αντιμετωπίζει η χώρα.
Αν μελετήσει κανείς τις δανειακές συμβάσεις και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτές, εύλογα θα αναρωτηθεί: Τι απομένει να βγει στο σφυρί; Μα φυσικά η καρδιά και οι πνεύμονες του κράτους πρόνοιας: η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η παιδεία και ενδεχομένως η ασφάλεια και η άμυνα. Εκεί είναι τα χοντρά λεφτά. Αλλωστε για όλα τα υπόλοιπα πρόλαβαν άλλοι και αυτό που υπολείπεται είναι οι διευθετήσεις…
*δημοσιογράφος, συγγραφέας