Φορούσε ρούχα σοβαρά: μαύρο παντελόνι, μαύρη μπλούζα, ένα κολιέ, μικρά σκουλαρίκια, λίγο μακιγιάζ και είχε κρεμασμένη από τον ώμο της μια «επαγγελματική» τσάντα. Από αυτές που τα περιέχουν όλα: τηλέφωνο, έναν υπολογιστή, γυαλιά ηλίου και οράσεως, ένα κραγιόν, ένα σημειωματάριο…
Βρισκόταν σε ξένη πόλη, ταξίδι-αστραπή για δουλειά, και έκανε ένα διάλειμμα. Αρχές καλοκαιριού στη δυτική Ευρώπη, με όση ζέστη χρειάζεται.
Καθόταν σε ένα παγκάκι, μπροστά σε μια τεχνητή λιμνούλα με σιντριβάνια, η οποία είχε μετατραπεί σε αστικό βιότοπο. Πάπιες και χήνες κολυμπούσαν στο νερό, ζευγάρια και ομάδες εφήβων ήταν απλωμένα γύρω γύρω. Κάποιοι κουβέντιαζαν, κάποιοι διάβαζαν, άλλοι μοιράζονταν μπίρες και αναψυκτικά.
Κι εκείνη προσπαθούσε να πάρει μερικές ανάσες. Από τη δουλειά και τον θόρυβο των συγκεντρωμένων ανθρώπων μέσα σε ένα μάλλον σκοτεινό κτίριο. Μπορεί και από τις σκέψεις που τη βασάνιζαν μέρες τώρα. Επρεπε να πάρει αποφάσεις και όλο το ανέβαλλε.
Καθόταν εκεί και παρατηρούσε τα πουλιά, τα παιδιά, τον κόσμο που περνούσε δίπλα της. Ακουγε τον ήχο του νερού. Δεν φαινόταν να αντιδρά σε τίποτα, ίσως να μην ανοιγόκλεινε καν τα μάτια της. Δεν ζεσταινόταν, ούτε κρύωνε. Φυσούσε ελαφρά και το παγκάκι κάτω από το μεγάλο δέντρο πρόσφερε την ιδανική συνθήκη για να χαλαρώσει.
Ενας ζητιάνος –ίσως χρήστης ναρκωτικών– πέρασε από μπροστά της. «Κυρία, μπορώ να σας ενοχλήσω λίγο;» της είπε στη γλώσσα του. Δεν του απάντησε, ίσα που τον είδε. Το κατάλαβε και ο άνθρωπος και έφυγε άπραγος. Μπροστά της ένα αγόρι και ένα κορίτσι είχαν ξαπλώσει σε μια ψάθα πάνω στην όχθη. Το αγόρι μισοκοιμόταν με ακουστικά στα αυτιά και το κορίτσι ζωγράφιζε σε ένα μπλοκ με λευκά φύλλα. Χωρίς χρώματα, μόνο με μολύβι.
Για λίγο μπήκε στη θέση της. Είχε τα μαλλιά της αλογοουρά, φορούσε καρό πουκάμισο θαλασσί και πράσινο –το είχε αγοράσει με το χαρτζιλίκι της, αυτό που έβγαζε βοηθώντας παιδάκια στα μαθήματά τους– και ανοιχτό μπλε τζιν παντελόνι. Ηταν ξυπόλυτη, ξαπλωμένη μπρούμυτα και ζωγράφιζε κι εκείνη. Σε ένα παλιό τετράδιο, από αυτά που δεν γέμισαν με σημειώσεις από το πανεπιστήμιο.
Και ήταν τόσο ξένοιαστη… Ισως να ήταν και ευτυχισμένη. Το ραδιοφωνάκι που είχε μαζί του ο φίλος της έπαιζε χαμηλά. Κάτι απροσδιόριστο, αλλά υπέροχα αγαπημένο, ίσως ένα τραγούδι της Αρλέτας. Ναι, αυτό ήταν… «Ακόμα κι αν φύγεις για τον γύρο του κόσμου, θα ’σαι πάντα δικός μου, θα ’μαστε πάντα μαζί…»*.
Ή μήπως εκείνο που έλεγε ότι «τώρα που πας στην ξενιτειά, πουλί θα γίνω του νοτιά, γρήγορα να σ’ ανταμώσω…»** Δεν ήταν σίγουρη, μόνο για τη μνήμη του συναισθήματος μπορούσε να είναι βέβαιη. Το πέταγμα μιας πάπιας την τρόμαξε και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Κοίταξε τα ρούχα της, κοίταξε την τσάντα της και τα κλειστά παπούτσια της, τη στολή εργασίας.
Σκέφτηκε να βγάλει τα παπούτσια και να πάει μέχρι το νερό, να βρέξει λίγο τα πόδια της, να τα δροσίσει. Το μετάνιωσε… Μετά πώς να τα στεγνώσεις, πώς να τα κλείσεις ξανά στο σφικτό δέρμα, πώς θα επιστρέψεις στις υποχρεώσεις σου.
Τα παιδιά μπροστά της είχαν αποκοιμηθεί αγκαλιασμένα κάτω από τον υπέροχο ήλιο. Τα ζήλεψε λίγο, τα χάρηκε περισσότερο. Τότε ήταν που χτύπησε το τηλέφωνό της. Ηταν μια συνάδελφος:
«Πού βρίσκεσαι; Ανησύχησα».
«Απέναντι στο πάρκο. Δεν έχω τίποτα. Ηθελα να πάρω λίγο αέρα». Η φίλη τής είπε ότι έπρεπε να επιστρέψει. Το διάλειμμα τελείωνε σε λίγο. Μετά την εκδήλωση έπρεπε να φύγουν γρήγορα για το αεροδρόμιο.
«Θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά», της είπε. «Αποχαιρετώ τις ξένοιαστες μέρες και έρχομαι».
* «Το τραγούδι της ερήμου», Μαριανίνα Κριεζή – Λάκης Παπαδόπουλος
** «Τώρα που πας στην ξενιτειά», Νίκος Γκάτσος – Μάνος Χατζιδάκις
archkatsoura@yahoo.gr