Ατιμη ζωή. Βρε καλά τα λένε οι φιλελεύθεροι του κόσμου τούτου. Στην Ελλάδα πια, έχουμε τιγκάρει από δαύτους. «Σ’ αυτή τη ζωη ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει!». Το 1884 το ’πε αυτό το τρισμέγιστο ένας από τους παμμέγιστους θεωρητικούς νομιμοποιητές της κοινωνικής ανισότητας (που είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης – πάλι κατά Κυριάκο). Ουίλιαμ Σάμερ τον έλεγαν. Τον 19ο αιώνα έζησε, καταμεσής της ανόδου του βιομηχανικού καπιταλισμού. Καθηγητής στο Γέιλ ήτανε και μαζί μ’ άλλους ινστρούχτορες και καθοδηγητάδες θεμελίωσε τον φιλελευθερισμό για να μπορούμε εμείς σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά, να τον ψηφίζουμε με δόξα και τιμή – έστω και ευκαιρίας.
Μόνο ως προς αυτήν, σύμφωνα με τους εν λόγω, είμαστε ίσοι. Μόνο ως προς την ευκαιρία. Οχι από γεννησιμού μας. Γιατί, σου λέει, δεν είναι δυνατόν να γεννιέται ίσος ένας που του λείπει ένα χέρι ή λίγο μυαλό ή μια αίσθηση ή ένας μπάρμπας στην Κορώνη, με όλους τους υπόλοιπους! Αλλοι γεννιούνται άξιοι κι άλλοι ανάξιοι. Ετσι είναι, γιατί έτσι το είπανε. Και μάλιστα, οποιαδήποτε προσπάθεια να υποστηριχτούν αυτοί οι «ανάξιοι» (τελευταία είναι της μοδός να τους λέμε «μεσαία τάξη»), οι άνεργοι, οι χαμηλοεισοδηματίες, οι «μειονεκτούντες» τέλος πάντων, είναι προσβολή για την ίδια τη φύση! Είναι έγκλημα για την ίδια τη ζωή! Που δίνει μόνο σ’ αυτούς που αξίζουν.
Δεν τα λέω εγώ αυτά. Τα βιβλία τα λένε, τα βαριά, της πολιτικής φιλοσοφίας. Τελευταία και κάτι δεκάδες υποψήφιοι ΝΔίτες και ακροΝΔίτες σε κανάλια, εφημερίδες, ραδιόφωνα – οι περισσότεροι είναι συγγενολόι.
Λίγο, βέβαια, να ξεφυλλίσει κάποιος τις αλήθειες τους, καταλήγει σε περισσότερα ερωτήματα απ’ ό,τι απαντήσεις. Πώς γίνεται, ας πούμε, στην ίδια χώρα να βραβεύουν ώς τον πρώτο των πρώτων έναν Νιγηριανο μετανάστη από ένα προάστιο δευτεράντζα μιας χώρας επίσης δευτεράντζας, και την ίδια στιγμή να μην ανοίγει ρουθούνι για τον πατέρα με το παιδάκι του που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι νεκροί, στις όχθες ποταμού στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού; Πώς γίνεται, στην άλλη τη χώρα, τη δευτεράντζα, οι ίδιοι που συγχαίρουν εκείνο το αγόρι (το εκ Νιγηρίας καταγόμενο, εν Ελλάδι καταδιωκόμενο και εξ Αμερικής βραβευόμενο) και ταυτόχρονα να λένε πως «επιδόματα τέκνων θα παίρνουν μόνο οι Ελληνες Ελληνες» (πες τα, βρε τσίφτη, Κυρανάκη!); Και κυρίως, πώς και όλα αυτά τα «πώς» είμαστε έτοιμοι να τα ψηφίσουμε ξανά, με δόξα και τιμή – έστω και ευκαιρίας;
Στην Ιταλία, μόλις έπεσε ο Μπερλουσκόνι, έγινε μια δημοσκόπηση: οι μισοί Ιταλοί ήθελαν να είναι ο Μπερλουσκόνι ή να δουλεύουν για κάποιον σαν τον Μπερλουσκόνι.
Στην Ελλάδα πάλι, η «επιβίωση του καταλληλότερου» (θεμελιακή αρχή του φιλελευθερισμού, κλασικού και νέου) αναβιώνει με ταχείς ρυθμούς και Μπερλουσκονική πατέντα: Ετοιμοι είμαστε να φέρουμε εξουσιαστή, όχι αυτόν που θαυμάζουμε αλλά αυτόν που οικτίρουμε. Μόνο και μόνο με την πρόφαση (ίσως και βεβαιότητα) πως αυτός είναι ο «καταλληλότερος». Για ποια δουλειά; Μα για να επιβεβαιώσει αυτό που πολύ σωστά (πολύ με πονάει αυτό το «πολύ») μου έχει πει ο σπουδαίος ηθοποιός και υπέροχος φίλος, Ηλίας Λογοθέτης: «Τον νεοέλληνα δύο πράγματα τον ενδιαφέρουν μόνο. Να έχει λεφτά και δίκιο!».
Και πάνω που ήμουν έτοιμη να του αντιμιλήσω, λέγοντας πως δεν μπορεί να είναι μόνο έτσι, θυμήθηκα περιστατικό που μου είχε περιγράψει άλλη φίλη ηθοποιός.
Περιστατικό που εξηγεί πολλά (αχ, πολύ με πονάει αυτό το «πολλά»): Λεωφορείο είναι έτοιμο να ξεκινήσει, όταν φωνάζει ο ελεγκτής στον οδηγό: «Σταμάτα! Ερχεται»… Μια κυρία με τα χέρια της γεμάτα ψώνια έτρεχε να το προλάβει. Κάτι το βάρος από τα ζαρζαβαρικά στις σακούλες, κάτι η τρεχάλα μες στη λαλάκα, χάνει την ισορροπία της και πάρ’ τα χάμω, κυρία, σακούλια και αξιοπρέπεια μαζί. Ξαναγυρίζει τότε ο ελεγκτής στον οδηγό και του λέει: Φύγε! Επεσε.