(αναδημοσίευση)
Βαρέθηκα να γεύομαι του λιοπυριού τα πάθια
Τις λάβρες του χινόπωρου του χειμωνιού τ’ αγιάζι.
Γιόμισε αρμύρα ο κόρφος μου και κουρνιαχτό η θωριά μου.
Βάρην’ η κάπα μου απλυσά και τα σκουτιά μου λάσπη.
Θέλω κλινάρι σπιτικό, μιντέρι πουπουλένιο.
Θέλω ψωμί απ’ τη μάνα μου νερό απ’ την αδερφή μου,
καμώματα απ’ τις λυγερές κι ορμήνια απ’ τους γερόντους.
Θέλω να φάω σε σοφά, να κάτσω σε κατώφλι.
Να πιω ρακί στον καφενέ, να βγω στ’ αλώνια τσάρκα.
Να πάρω τους παλιόφιλους να πάω κατά τη δέση,
κατά τη νεροσύναξη που βράζει το φουστάνι.
Να πώ κουβέντα δίγνωμη, πειραχτικό στιχάρι.
Να μπει η γριά μου σε μπελά κι ο κύρης μου στα λόγια.
Να μπει ο παπάς στο ιερό και διάκος στο άγιο βήμα.
Να μπει κι η κ λ η μ α τ ό β ε ρ γ α να δέσει δυό κορμάκια.
Αχ…Χίλια «θέλω» θέλω εγώ κι ένα «μπορώ» δεν έχω.
Τι έχω δουλειά στα διάσελα, δουλειά στ’ απανωκόρφια.
Φυλάω τ’ απάτητα βουνά μη μας τα διαγουμίσουν.
Φυλάω τα καραούλια μας απ’ του κιοτή το μάτι.
Και την ανάβρα του νερού μην τη μολέψει ο σκύλος.
Τηράω ζερβά, τηράω δεξά, τηράω τα μπρός – τα πίσω.
Μην κάνουν τον ανήφορο του κάμπου οι πουλημένοι.
Έχω δουλειά, κάμπε μ’ πικρέ, έχω χουσμέτι ακόμη.
Θερίζω και βωλοκοπώ την ξενική τη φύτρα.
Και βοτανάω τον τόπο μου απ’ τα πικρά τ’ αγκάθια.
Πρέπει να μάσω φρύγανα να κάψω την πανούκλα.
Ν’ ανοίξω στράτα γιορτινή να ροβολήσει ο αντάρτης.
Να στρώσω και χρυσό θρονί να κάτσει η Λευτεριά μας!
μενέλαος λουντέμης