της ευρυδίκης λειβαδά
Χρόνων αρχές
Θολοί καιροί. Ο άνθρωπος έπιασε την πέτρα, σκότωσε ζώα κι έφαγε, και με δέρμα τους προφυλάχθηκε από τη φύση. Έπλασε θεούς, δάμασε τους φόβους του και τάϊσε τους θεούς του με καλούδια για να μην κακιώνουν μαζί του. Έθαψε τους νεκρούς του. Γνώρισε την αρμονία των κύκλων του χρόνου. Υπάκουσε σε αυτούς. Εξημέρωσε σπόρους. Έδωσε λύση σε προβλήματα. Συντήρησε την τροφή του. Αποθήκευσε. Έδωσε σχήμα στην πέτρα. Εκχέρσωσε την άγρια γη. Απέκτησε σοδειές αποδοτικές. Ανθεκτικές. Ανέπτυξε τις δεξιότητές του. Γέννησε τον τροχό. Σμίλεψε χειρόμυλους. Άλεσε τους σπόρους κι έκανε ψωμί. Χόρτασε την πείνα του. Εξημέρωσε ζώα, τα μάντρωσε και τα έβαλε στη δούλεψή του. Άρχισε να χαράσσει δική του πορεία στους αιώνιους κανόνες της φύσης. Από την πέτρα αφαίρεσε το μέταλλο. Το μαλακό στην αρχή. Το έλιωσε και το έβαλε να τον υπηρετεί. Έφτειαξε φτυάρια, καρφιά. Κι έπειτα τσεκούρια κι όπλα, σαν ήρθαν οι εχθροί, γείτονες στην ίδια γη. Σκάρωσε σκαριά και ανοίχτηκε στη θάλασσα. Τα άστρα κι ο ουρανός τού ήταν πλέον οικεία. Ήξερε να μετρά. Είχε γεννήσει τους αριθμούς. Γνώρισε κόσμους. Σιμοτινούς πρώτα. -Η θέα της ξηράς, πάντα προσέφερε ασφάλεια-. Κουβάλησε τα προϊόντα του σε άλλους ανθρώπους και τα αντάλλαξε με τα δικά τους. Το εμπόριο βγήκε πέρα από τους γνωστούς δρόμους. Έκανε και εχθρούς από άλλες ράτσες, άλλες γλώσσες. Βάρβαρους τούς είπε. Η γη του ήταν καλύτερη από αυτή των βαρβάρων. Τα προϊόντα του ήταν πολυτιμότερα. Ύψωσε τείχη – καταφύγια ισχυρά- και φυλάχτηκε στην ασφάλειά τους. Οργάνωσε πόλεις και γειτονιές λειτουργικές. Και πάντα συνέχιζε τις ιεροτελεστίες. Έκτισε βωμούς σε χώρους λατρευτικούς. Οι θεοί από ψηλά ρύθμιζαν τη μοίρα του. Αυτοί παρέμεναν αχόρταγοι και απαιτητικοί. Έπρεπε να τους καλοπορεύει. Και να προμαντεύει τα μελλούμενα. Κι ύστερα ήρθαν οι βάρβαροι. Κι ο χώρος δεν τον χώραγε. Ήθελε να φύγει μακριά. Να στήσει αλλού τη ζωή του. Κουβάλησε τα όπλα και τον πολιτισμό του. Τις γνώσεις του. Είχε φτάσει στην Αία, στον Μαύρο Πόντο. Κι ύστερα κάπου στην Τροία. Κι ο Οδυσσέας θαλασσοδάρτηκε μέχρι τον άγριο όχτο, κι άραξε στου Ωκεανού την άκρια όπου «πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων» .
-Η απαράμιλλη ελληνική προσαρμοστικότητα της σάρκας και του νου είχε κάνει το θαύμα της-.
Χάραξε στην πέτρα σημάδια – κώδικες γνώσης. Άλμα ιστορικό. Βρήκε τη γραφή. Σύμβολα τα πρώτα. Ζύγισε το μέταλλο, το έπλασε, το είπε «νόμισμα». Του έδωσε αξία κι αντικατέστησε με αυτό, παλιές, βαριές, δυσκολομετάφερτες πλάκες. Απλοποιήθηκε το πάρε – δώσε. Ίδρυσε πόλεις με καθεστώτα υψηλά. Ο καλλωπισμός του πνεύματος άρχισε να παράγει ατελεύτητα. Τα αγγεία δεν ήταν άγαρμπα. Άκομψα. Είχαν λεπτές γραμμές. Τα αγάλματα αρμονία. Τα κτίρια αισθητική. Προβληματισμοί αιώνιοι, αναπάντητοι, βρήκαν σχήμα στον ελληνικό νου. Η λειτουργία του κόσμου, του αόρατου και του ορατού, ήρθε στα μέτρα του κι έγινε κτήμα του. Βασανιστικές ερωτήσεις βρήκαν απάντηση. Κι όχι μόνον μία. Οργάνωσε τη Γνώση. Και με αυτήν οδηγό, προχώρησε μπροστά.
-Κάπως έτσι ταξίδεψε στους αιώνες-.
Έκαμε στόλους ισχυρούς. Ενισχύθηκαν οι δρόμοι του εμπορίου. Υφάνθηκαν δίκτυα οικονομικά. Κτίσθηκαν αποθήκες. Σωρεύτηκαν προϊόντα, ζώα κι άνθρωποι αλυσσοδεμένοι. Έγιναν λιμάνια. Η φτώχεια κι η εξαθλίωση φώλιασαν πίσω από τους κεντρικούς δρόμους. Γεννήθηκαν, όπως σε κάθε αιώνα, δυνάμεις αόρατες, ύπουλες και καταστροφικές. Ακαθαρσίες κι άνθρωποι, σκουλήκια, αρουραίοι και δυστυχία μαζί. Επίμονη κλιματική μεταβολή – ο καιρός, εχθρός κι αυτός- συνέβαλε σε κράμα θανάτου. Λοιμοί θέριζαν λιμασμένους και πλούσιους. Η σκιά με το δρεπάνι άρπαζε όποιον συναπαντούσε. Η Αρχόντισσα του Αδρία κι Εμπόρισσα της οικουμένης έκτισε καθαρτήρια λοιμού. Η μια επιδημία πίσω από την άλλη. Η ανατομία είχε αποτυπωθεί στο χαρτί. «De humani corporis fabrica». Εμπνευσμένοι ζωγράφοι έβαλαν άγιους στους τοίχους να προστατεύουν από την πανούκλα. -Ο θάνατος εξαιρέσεις δεν κάνει-. Αφανίστηκαν οι έχοντες. Εξανεμίστηκε μέγα μέρος της αλυσίδας της παραγωγής. Απόσωσε το εργατικό δυναμικό. Χέρια δεν υπήρχαν ικανά να σπείρουν αγρούς. Χαμήλωσε η αποδοτικότητα. Κι ύστερα ήρθε το έρεβος της πείνας. Ο λιμός αποδεκάτισε τους αποδεκατισμένους δυστυχείς που σέρνονταν στις πόλεις, έτσι όπως έρπει το κακό όλες τις εποχές σε κάθε τόπο. Ακολούθησαν εντάσεις κι εξεγέρσεις. Οι εξουσίες συγκρούονταν. Η κρίση είχε πάρει χίλια πρόσωπα. Έφτασε από την πόρτα της Διοίκησης μέχρι αυτή της Εκκλησίας.
-Η χριστιανική Ευρώπη αποσυντέθηκε-.
Η άλωση της Πόλης φώτισε την Ιταλία και μετά όλη τη Δύση που, ηττημένη, βυθιζόταν στα κρίματά της. Αναγέννηση Πρώτη. Ανοίχτηκαν δρόμοι γνώσης, παιδείας, πολιτισμού κι ύστερα, ξύλινα πλοία μεγάλα, με πανιά και λεία αρμολογία, άνοιξαν δρόμους θάλασσας. Ο ορίζοντας μεγάλωσε θεαματικά. Έφθασε η ώρα να κατακτηθούν οι Νέοι Κόσμοι. Η απληστία βρήκε τον δρόμο της στο χρυσάφι, στο ασήμι, στις πολύτιμες πέτρες, στους δούλους. Ταΐστηκε η «ανωτερότητα» της βάναυσης διακυβέρνησης της Δυτικής Ευρώπης. Ανδρώθηκε ο καπιταλισμός. Οι ιθαγενείς, θερίζονταν από πρωτόγνωρες αρρώστιες. Κι από τη μαύρη σκόνη που άρπαζε φωτιά. Βάδισαν στην ολοσχερή καταστροφή. Το δουλεμπόριο τέλος δεν εύρισκε. Η Ευρώπη βούλιαζε χορτάτη στην κοσμοαντίληψη του πλούτου. Κάποια κράτη γιγάντωναν σε βάρος άλλων. Ορθώθηκε μίσος ανάμεσά τους. Οργανώθηκαν πολυπληθείς στρατοί, οι πόλεις κυκλώθηκαν με δυναμάρια πιο γερά, σχεδιάστηκαν πόλεμοι με κάθε λεπτομέρεια, τα όπλα έγιναν πιο ελαφριά και πιο θανατηφόρα. Άρχισαν συρράξεις ανάμεσα στις μοναρχίες που δεν έπαψαν ποτέ να ελέγχουν τον προσοδοφόρο φυσικό πλούτο του Νέου Κόσμου. Ισχύς και ιμπεριαλισμός. Κάποια μέρη κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Απόκοψαν από ανενδοίαστους αδηφάγους τυράννους. Επαναστάσεις εδραιωμένες όλες σε βάση οικονομική. Αγώνες για ελευθερία. Ξεπέταγμα ηρώων από τον αναβρασμό. Η κοινωνία του αγρού νικήθηκε από μηχανές. Ο δυτικός κόσμος άλλαζε δραματικά. Και σαν έφτασε στο 19ο κι 20ο σκαλοπάτι,τα δεινά του γίνηκαν αβάσταχτα. Οι κύκλοι της ιστορίας συνέχισαν ακάθεκτοι την πορεία τους. Φυσικές καταστροφές. Ηγέτες κι ηγετίσκοι. Πόλεμοι με αφορμή δολοφονίες. Θυσιαστήρια αμέτρητων ψυχών, γενοκτονική εκμηδένιση εκατομμυρίων, συνθήκες ειρήνης και δίκες δικαιοσύνης, συνενώσεις «ειρηνιστών» πρώτες και δεύτερες , ερείπια κάθε λογής, οικονομικές καταστροφές, πολιτικοί διχασμοί, πείνα, επιδημίες, σεισμοί. Μέρες ψυχροπολεμικές. Κι ύστερα το ανέβασμα. Βήματα προς το σήκωμα, προς τα ψηλά. Δειλά στην αρχή. Και δύσκολα. Και μετά, αυτονόητη νοήθηκε η ασφάλεια κι η καλοπέραση μέσα σε κατ’ επίφαση δημοκρατία που καλοκρύβει διαβρωτικό κόσμο ραδιουργιών, διαφθοράς και διαπλοκής.
-Τα βήματα έγιναν γοργά κι όλο και πιο γοργά, γοργότερα τόσο… που έκοβαν την ανάσα-.
Χρόνων κύλισμα
Ο χρόνος ρέει. Με δάκρυα, πόνο, αίμα, και φτάνει στο 21ο σκαλί. Ξεθεμέλιωμα πύργων διδύμων σηματοδοτεί την χαραυγή της παρακμής του ονείρου της «αστερόεσσας». Συνειδητά βαραίνει η αδυσώπητη και πάντα διδάσκουσα ιστορική μνήμη. Αιώνας του Χάους. Της ασβολερής θεομηνίας. Αδηφάγος ο άνθρωπος με ολογέματη κοιλιά, χαράζει το φτάσιμό του στον Θεό. Επιστημονικά, αλάθητα -κατά πως νομίζει-. Ύμνοι στη θεά της τεχνολογίας του μέγιστου βαθμού. -Η υπηρεσία ντύθηκε κυρά-. Σίγησαν οι κλασσικές σπουδές. Ο χρόνος ασθμαίνει. Οι αποστάσεις σμίκρυναν ανάμεσα σε πόλεις, κράτη, ηπείρους, ωκεανούς. Οι συγκλητικοί, μακάριοι και συβαριτικοί, ανεπαρκείς, αδύναμοι, πιόνια των κυρίαρχων της Μεγάλης Αγοράς του κόσμου, νομίζουν πως ηγεμονεύουν στα εθνικά τους σύνορα. Αυτά που γκρεμίστηκαν με εντολή των ιπποτών του αιώνα. Έωλα κάστρα. Η Πολιτική τρέχει καταϊδρωμένη πίσω από Οικονομία και Ανάπτυξη. Διεθνείς οικονομικοί παράγοντες, συμβολοποιημένοι από μωρούς, χαλυβδωμένοι από την εκμετάλλευση εκατοντάδων χιλιάδων αδύναμων και άβουλων ταπεινών της φτηνής εργασίας και της ανείπωτης φτώχειας, αλλά και από το φαρμάκωμα και την απογύμνωση γης, θάλασσας κι αέρα, αυτοαποκαλέστηκαν «μεγάλοι χορηγοί». «Ειρηνιστές» της τρίτης συνένωσης οι δαίμονες νάρκισσοι. Δωρητές χειροκροτούμενοι κερδίζουν συμπάθεια από τα άπειρα κι ανίκητα πλήθη των ανοήτων. Έφτειαξαν βαρύγδουπα βραβεία, τα προσέφεραν στους εαυτούς τους. Χάρισαν, λένε, ποσά ασύλληπτα, σε πολιτισμό και σε επιστήμη σε μια ανώφελη προσπάθεια ξεπλύματος αμαρτιών, ανομημάτων. Σε πειράματα πρωτοπόρα που ανοίγουν δρόμο για το «σωματίδιο του Θεού». Σε τερατογενέσεις: κλώνοι ζώων και ανθρώπων που «παραγγέλνουν» απογόνους κατά τις επιθυμίες τους. Σε διεθνείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που καταπατούν έθνη και λαούς. Σε «ασφαλείς» έρευνες για ενέργεια. Σε σκοτείνιασμα του ήλιου για μείωση της φωτιάς που κατακαίει τους πνεύμονες του πλανήτη. – Πολλές μικρές κολάσεις σκόρπιες στον κόσμο όλο-. Σε δίκτυα ποικίλα για όντα και φορτία, κι άλλοτε για πληροφορίες φανερές και μυστικές. Πληγές. Δεινά. Κακά. –Γράφει δακρυσμένος ο Ιωάννης 22 κεφάλαια-. Με νομοτελειακή ακρίβεια εξυφαίνονται πόλεμοι απόκρυφοι των «τρανών» με την κοιμισμένη συνείδηση. -Πάντα στέκει ο κίνδυνος το «σύστημα» να καταρρεύσει-. Αριθμοί που τρελαίνουν αλλάζουν ιδιοκτήτες μπροστά σε οθόνες ψηφιακές στους χώρους του Πύργου της Βαβέλ. Το μάντρωμα της ανθρωπότητας. Με τρόπους πολλούς… «Για δική σας ασφάλεια. Εμείς σπείραμε τρόμο». Ο πανίσχυρος καπιταλισμός έχει απλώσει αόρατα δεσμά. Καταβροχθίζει σαν λέπρα. Το ηθικό υπόβαθρο της κοινωνίας κλονίζεται. –Γιατί ο Ιούδας δεν δίδαξε-; Υπεράνθρωποι και υπερφάρμακα. Μάντρωμα ετερόκλητων πληθών με τρόπους πέρα από τον νου, αυτόν που προσπαθεί να ελέγξει, να ποδηγετήσει. Μα… δεν υπολόγισε καλά. Παρέκαμψε τη φυσική εξέλιξη. Νόμισε πως νίκησε τη Φύση. Την ιερή κι αρμονική ισορροπία του σύμπαντος. Έστησε ιστό με μαεστρία μα παγιδεύτηκε ο ίδιος. Αυτός, ο πανίσχυρος καπιταλισμός! Θύματά του δεν είναι μόνο οι ταπεινοί. Τι ειρωνεία; Είναι τελικά κι οι δικοί του δημιουργοί, αυτοί που κονιορτοποίησαν το μεγαλείο του ανθρώπου, την ηθική της ευθύνης, τη συνείδηση του χρέους προς δόξαν του χρήματος.
-Μα … πάνω, πιο πάνω από όλα, ο Θεός. Πρώτα και πάντα αυτός. Κι η Φύση πιο κάτω. Και τα συνταραγμένα άστρα δείχνουν θολά τη ρότα-.
Μπορεί ύψιστα εξοπλισμένα εργαστήρια ή και ταπεινοί πειραματοχώροι νοσηρών εγκεφάλων να γεννούν όπλα, αόρατα. Χωρίς έλεγχο. Χωρίς προστασία. Όμως… η Φύση; Αδάμαστη η Αρχαία Τάξη καιροφυλακτεί στην Πύλη τον δρόμο της επιστροφής. Σε διαρκή πόλεμο με την Οικονομία, απορρυθμισμένη, βιασμένη από την άπειρη απληστία των βουλιμικών ισχυρών της Βαβέλ με την ακόρεστη επιθυμία για αέναη οικονομική ανάπτυξη, ακολουθεί πάντοτε τον δικό της νομοτελειακό ρου: γεννά, με την αιώνιά της διαδικασία, όπλα δικά της, αόρατα, όπλα άμυνας απέναντι στο επιθετικό καταστροφικό γέννημά της: στον ίδιο τον άνθρωπο. Ελαφροκοιμάται η Αρχαία Σπορά του κατακτημένου «δράκου». Μα ξυπνά. Τούτος ο αστάθμητος παράγοντας ήρθε στην ώρα του απόγειου της δόξας του πλούτου του μετάνθρωπου κι έστειλε καταιγιδοφόρα σύγνεφα στα «άγια των αγίων».
-Το κακό συνεχίζει να έρπει ύπουλα και σιωπηλά, να ανδρώνεται κραυγαλέα και τραγικά-.
Χρόνου τομή: Προ και μετά
Πόλεμος σε μέρες ειρήνης. Βίαιη και τρομακτική εξέλιξη σε τούτη τη μετασχηματιστική αλλαγή. Καθολική, πρωτοφανέρωτη κρίση. Κατακλυσμιαίες, καταιγιστικές αλλαγές σε διοίκηση, κοινωνία, οικονομία, πολιτισμό. Από πάνω προς τα κάτω επιβάλλονται οι αλλαγές. Αυτονόητο. Από τα κράτη, τους προέδρους, τους ισχυρούς. Τούτος όμως ο αστάθμητος παράγων, η ασύλληπτη ανατρεπτική δύναμη επιβάλλει τη δική της ισχύ: από κάτω προς τα πάνω. Πλήττονται σύμβολα παντοδυναμίας. Τα κράτη τα πολλά, τα αδύναμα, αιχμάλωτα στη φυλακή του χρέους, καρτερούν άτολμα και αγωνιούν για την έκβαση. Πόλεμος περίεργος, απίστευτος, ξεχασμένος στα βιβλία της Ιστορίας, παραγκωνισμένος στις μελέτες της Ιατρικής: αρχαίες, παλιές αρρώστιες, μαγιοτικά, γιατροσόφια.
-Θρήνος σε μέρες σκότους-.
Τα κράτη κλείνονται στα στενά εθνικά τους όρια. Να στηρίξουν λαούς. Να αντιμετωπίσουν τον ολέθριο κίνδυνο. Να ελέγξουν τον φόβο. Να κατευνάσουν τον συλλογικό πανικό που αυξάνεται μαζί με τις μαζικές δολοφονίες από αόρατες Ύδρες. -Ποιος δίνει εντολές-; Οι νεκροί καίγονται μακριά από τους αγαπημένους. Χωρίς δάκρυ. Κανένα καντήλι αναμμένο. –Η γη δεν χωρά-. Πεδία μαχών τα νοσοκομεία. Χοροί ψυχών. Η αδυναμία κατανοεί την αδυναμία. Κινεί συνειδήσεις. Πλάθει σωματοφύλακες. Ψυχών και σωμάτων. Όλοι για όλους στον λαβύρινθο του τρόμου. Όλος ο πλανήτης μια θυσία.
Όλος; Γυρίζουν την πλάτη οι «παντοκράτορες» της τρίτης συνένωσης των «ειρηνιστών» στους ικέτες αρωγής, τους χτυπημένους κι οδυρόμενους. Οι ανάγκες ανείπωτες. Συμπόνια καμμιά. Θηρίο Αποκάλυψης ο ιμπεριαλισμός της αδίστακτης σβάστικας με τους δορυφόρους του –αγέλη χειραγωγούμενη-, την υποκουλτούρα και τον μισανθρωπισμό του, δείχνει τα δόντια του και πάλι. Ισχυροί θεσμοί που κάποτε έδεσαν κράτη σε μεγάλη ενότητα, έννοιες «αλληλεγγύης, δικαιωμάτων ανθρώπων, κοινωνικής συνοχής, ισότιμης μεταχείρισης», αποδεικνύονται νόμοι κενοί. Άνευ ποινής η παραβίασή τους. Ποιος «άρχων» αυτοτιμωρήθηκε-; Οι ανισότητες δεν ξεπερνιώνται. Απάνθρωπες εμμονές νοσηρών νόων αθεράπευτα άπληστων και ιδιοτελών κλείνουν τα μάτια αψηφώντας σπατάλη ανθρώπινων ζωών, αρνούνται αναχώματα απέναντι στη δυστυχία. -Ποτέ κανένα γονιδίωμα λαού δεν άλλαξε τα βασικά χαρακτηριστικά του. Πάνω σε αυτό, πάνω στον διαιώνια αμετάβλητο ψυχισμό του ανθρώπου, η Ιστορία διδάσκει στο διηνεκές. Η σβάστικα δεν έχει ξεθωριάσει. Κυκλοφορεί στις φλέβες γενιών. Και αναπαράγεται. Αναλλοίωτη. Συγκαλυμμένη.
– Οι καμπάνες είναι μέρες που σιώπησαν. Χτυπούν μόνον τον χρόνο. Και τον θάνατο-.
Ο άνθρωπος, αδρανής, δεμένος, φοβισμένος, υπομένει στην χειμερία νάρκη του. Ερημίτης στον μικρό κόσμο του. Οβολοί σκέψεων μυριάδες μυριάδων. Σίβυλλες, μάγισσες και προφήτες, όλοι πανούκλα εποχής, βρίσκουν έδαφος κατάλληλο και τρυπώνουν –παρηγορητικά τάχα- στους χώρους της μοναξιάς του. Κι αυτός, αιχμάλωτος, σε φιλοσοφική σιωπή που μοιάζει μυστηριώδης στα τείχη της φυλακής του, συλλογάται γενναία. Απαντά στο απρόσμενο προσκλητήριο μετάνοιας. Με παθητική καρτερία αναμένει το πέρασμα της θύελλας, το φτάσιμο και το ζέσταμα των καιρών. Σβήστηκαν οι θόρυβοι της πόλης. Ακούγονται τα χρώματα, η νύχτα, τα πουλιά. Η δύναμη μέσα του, θεριό ανήμερο, κατασπαράσσει σωθικά και νου. Δύναμη ασύλληπτη καταχωνιασμένη σε καιρό ανάγκης. Στη νάρκη του, μόνος με τον εαυτό του, αυτήν ψάχνει. Αυτήν φέρνει στην επιφάνεια από τα εντός του. Κι ατσαλώνεται. Ολόγυρά του, η Φύση ανδρώνεται. Φουντώνει και γαληνεύει στη δική της άνοιξη των αρωμάτων, αυτή που είχε χάσει. Αυτή που κέρδισε με τον δικό της αμυντικό, αόρατο αγώνα τιμωρώντας τον άνθρωπο σε τραχειά μαθητεία.
-Σε τούτον τον ασύμμετρο πόλεμο κι αντιρρησίας συνείδησης να ήταν, πώς άραγε θα μπορούσε να το ισχυρισθεί, να το εφαρμόσει-;
Όλα κυλούν.
Τέλειωσε τούτο το μάντρωμα… Πέρασε η λαίλαπα. Υψώνονται φράχτες στον φόβο, στη θλίψη. Έξοδος. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα. «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές / δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…». Έφτασε η λεφτεριά. Πάλλεται η ζωή. Βγαίνουν οι άνθρωποι, όλοι. Κι όσοι γαλήνεψαν κι όσοι ταράχτηκαν κι αγρίεψαν. Ξεχύνονται στους δρόμους που αποπνέουν αγαλλίαση. Προστάτευσαν τους ακριβούς τους. «Λευτεριά» «Λευτεριά». Κοιτούν γύρω τους με μάτια μισόκλειστα. Οι εαυτοί τους διστακτικοί ακόμα. Το πολύ Φως τυφλώνει. Ο κόσμος τούς είναι άγνωστος. Πρωτοφανέρωτος.
-Το κακό έχει δυνατό ξεκίνημα, μα μικρή διάρκεια. Το καλό χλωμό ξεκίνημα, αλλά μεγάλη αντοχή-.
Τρίζουν τα θεμέλια του Πύργου της Βαβέλ. Ψευτοστηρίζεται σε δεκανίκια. Ίσα για ορθωθεί. Να αναζητήσει την πηγή του κακού. Τι ξέφυγε σε αυτήν την άψογη ενορχήστρωση; Πού βρίσκεται ο δολοφόνος που άλλαξε τα σχέδια της Ανάπτυξης; «Να τον βρούμε. Να τον τσακίσουμε». –Καμμιά λέξη για τις Ψυχές. Για τον Άνθρωπο. Για την ηθική καθαρότητα-. Οι ιεράρχες του καυτού χρήματος με τα μεγαλεπήβολα σχέδια για λεηλασίες που είδαν τις αυτοκρατορίες τους να τραντάζονται συθέμελα –αν όχι να γκρεμίζονται- γεμίζουν χολή και μίσος. Καλούν τη Δικαιοσύνη να λάβει θέση. Τη Διεθνή. –Όπως γίνεται μετά το τέλος κάθε πολέμου όταν οι νικητές θέτουν όρους στους ηττημένους-. Ζητούν αποζημίωση από την πηγή του κακού. Ψυχρός Πόλεμος.
Οι πολλοί, «απόβλητοι από τις αγορές του αιώνος», εξεγείρονται. Εκατομμύρια παρατάσσονται στο ημίφως του λιμού. Η οργή κοπανιέται στα μηνίγγια. Όσοι ξερίζωσαν την καρδιά τους, όσοι δεν πρόλαβαν να τιμήσουν τους νεκρούς, όσοι δεν βρήκαν ανταπόκριση από τον γείτονα και τα δάκρυά τους έχουν στερέψει, αποθηριώνονται –κύμα που ογκούται και που συμπαρασύρει ακόμα και το δίκιο το δικό του-. Η απελπισία, τρόμος γίνεται των ισχυρών που δεν πρόλαβαν να «μαχαιροφορήσουν». Κρέμονται όλα σε λεπτές κλωστές χρόνου κι ισορροπίας.
Οι ηγέτες των αδύναμων κρατών, ενώνονται κι ομονοούν. Στέκουν απέναντι στους χθεσινούς «φίλους» συνεργάτες των Αρχών της Ένωσης, της επικουρικότητας, της προάσπισης των ανθρωπιστικών αξιών, της προόδου και ευημερίας, που αποδείχθηκαν «ανάλγητοι δαιμονιστές του αιώνος». Μανιάζουν και ζητούν εκδίκηση από τους ταχυδακτυλουργούς του σχιζοφρενικού ολοκληρωτισμού. Τους «σπουδαίους» των πολύφυλλων, βαρέων βιογραφικών, της άψογης εξειδίκευσης και της αδύναμης ευρυμάθειας. Τους «τρανούς» σκευωρούς «ειρηνιστές», κεντρικούς επικεφαλής, που ξεθώριασαν στο βάθος του ορίζοντα και βυθίστηκαν στον βούρκο των σημαδεμένων. Οφειλετική αρωγή μηδενική. Υποκριτική συμφιλιωτική χειρονομία αρκετή. Αίμα και βία χωρίζει ό,τι συμφέρον, πονηριά και δόλος ένωσαν. Βαβυλωνία. Διχασμός βορρά νότου. Δεν γεφυρώνονται οι ράτσες. Δεν μπορεί ποτέ να γεφυρωθούν. Κάθε τόπος, τα δικά του στοιχεία. Στη φύση. Στην ψυχοσύνθεση. Χάσμα αγεφύρωτο στο διηνεκές. Δίνες η μια πίσω από την άλλη. Χάθηκε το Μέτρο.
Σβήνουν τα φώτα. Και μαζί με αυτά, πέφτει το αόρατο δίκτυο που κουβαλά κι αποθηκεύει στοιχεία μύρια, ουσιαστικά κι ανούσια, που έλεγχε τον «εν ελευθερία» άνθρωπο. -Δούλευαν κάμποσοι στην Αμφικτυονία για τούτη την πτώση. Αναπάντεχη βοήθεια έλαβαν από το Κολαστήριο-.
– Δαντικό, μη αναστρέψιμο τέλος εποχής. Ο άνθρωπος ουρλιάζει πίσω από αόρατους τοίχους-.
Χρόνου δικαίωση
Χαράζει αυγή νέας εποχής. Σπάνιες στιγμές, μοναδικές που νους ανθρώπου δεν χωρεί. Δεν αφανίστηκαν χώρες. Μήτε και σβήστηκε της Φύσης το θαύμα. Άλμα στην εγγενή αξία της ζωής που ξεπερνά φόβους, επιφυλακτικότητα, αδυναμία και ορμά ακάθεκτη μπροστά. Τώρα ξεπετιώνται νέοι ηγέτες. Ο άνθρωπος, ηττημένη ασημαντότητα , αναθρώσκων μετά τη δοκιμασία, σκύβει το κεφάλι στη μητέρα γη. Τούτη δεν έπαψε ποτέ να τον στηρίζει. Να τον τρέφει από τους μαστούς της μαζί με την Αγάπη, αυτή που δεν εξαγοράζεται με όλους τους πύργους του κόσμου. Έθρεψε τους προγόνους του. Θρέφει αυτόν. Θα θρέψει τα παιδιά του. Μαζεύει τα κομμάτια που του απόμειναν και με αξιοπρεπή αυτοκυριαρχία, χαμόγελο κι ευγνωμοσύνη στον Θεό, στον άγγελο, στη ρομφαία, στο πεπρωμένο, συνεχίζει το περπάτημά του στον μυστικό, υπερβατικό δρόμο της αναζήτησης του αύριο. Δεν μιλά. Έχει δώσει όρκο σιωπής.
Ο Προμηθέας επιστρέφει με τη φωτιά στα χέρια. Ο Οδυσσέας επιστρέφει να πάρει τον κόσμο του πίσω. Σκέψη, σοφία, στρατηγική, υπομονή. Σύνθεση. Σύνθεση. Σύνθεση. Και ποτέ αδιέξοδα. Με το ωρίμασμα του χρόνου, πάνοπλος, χωρίς οίκτο προς τους συλητές, επαναφέρει την Τάξη των πραγμάτων. Ξυπνά η Αρχαία Σπορά. Η Ελλάδα κατανικά τους υβριδικούς πολιορκητές. Ανασταίνεται. Τρανή, δυναμωμένη. Καλεί τα παιδιά της. Κι η ίδια καλείται να λάβει τη θέση που της φυλάνε οι αιώνες, αυτήν την αντάξια του ονόματός της. Να δώσει Φως και πάλι στη Δύση. Πιεζόμενη και πληγιασμένη. Να κάνει το Μέγα Πέρασμα. Κανένας πολιτισμός δεν αναστήθηκε τόσες φορές όσες ο δικός της. Κανένα πνεύμα δεν εξυψώθηκε τόσες φορές όσο το ελληνικό. Οι αξίες του κλασσικού κόσμου βρίσκουν και πάλι εφαρμογή. Αναμορφώνεται η πνευματική συνείδηση. Επιστρέφει η τάξη. Η αρμονία. Η γραφή. Η κλασσική παιδεία. Η υπηρεσία στον άνθρωπο. Αλήθεια. Αγάπη. Δικαιοσύνη. Ειρήνη. Ο άνθρωπος βρίσκει το μέτρο. Ο ελεύθερος μπορεί και βλέπει τον ουρανό, το φως, τη ζωή.
-Το ημερολόγιο σημειώνει: Δεύτερη Αναγέννηση. Δεύτερος Ουμανισμός-.
Ευρυδίκη Λειβαδά
Σημ.
Πεπρωμένο κάθε γενιάς, δικιάς μας γενιάς, ελληνικής, είναι να γνωρίζει τουλάχιστον μια οικονομική καταστροφή, έναν σεισμό, έναν πόλεμο, έναν διχασμό, μια επιδημία, μια παγκόσμια αναστάτωση. Και τότε και τώρα.