Εξηγούμαι εξ αρχής: το παρόν αποτελεί προϊόν αληθείας (πιο αληθείας, πεθαίνεις). Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις δεν ανήκουν στον χώρο της φαντασίας (τον ξεπερνούν), οποιαδήποτε ομοιότητα είναι πλήρως ασυμπτωματική (τη θερμομετρήσαμε – χαίρει άκρας υγείας) και ανταποκρίνεται πλήρως στην ελληνική πραγματικότητα (εις τους αιώνας των αιώνων).
Εξηγούμαι λεπτομερώς: Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που διακοπεύουν ξέγνοιαστοι, δεν τους νοιάζει μία, είναι αραχτοί και λάιτ, με κοιλιακούς (Βενιζέλου) ελέω καραντίνας και αβάσταχτη ελαφρότητα (Μητσοτάρχα) ελέω θέρους. Τους μύρισα, τους γνώρισα, τους έζησα… Κι είναι ακόμα ζωντανοί. Για μένα πάλι, δεν παίρνω όρκο.
Ο παραθερισμός εν Ελλάδι είναι σπορ και μάλιστα βαρέων βαρών. Ακόμα και στο τελευταίο κατσικοχώρι να μένεις, δεν υπάρχει περίπτωση να πας διακοπές σε κάποιο άλλο κατσικοχώρι (αν και σπάνια βλέπεις πλέον κανονικές κατσίκες στην Ελλάδα) και να μην πάρεις μαζί σου την Αρτα και τα Γιάννενα και τα περίχωρα αυτών. Τσάντες, παρατσάντες, τζάτζαλα, μάτζαλα, πετσετικά, ντζεντζερεδικά, παπλωματικά, ολάκερη την προίκα σου εν γένει, γιατί… «ποτέ δεν ξέρεις». Ενεκα όμως που εσύ «όλα τα ξέρεις», δεν δέχεσαι πως διακοπές σημαίνουν ακριβώς αυτό: διακοπή. Οοοόχι. Οπως ήμασταν, ακόμα χειρότεροι και ο σώζων εαυτόν σωθήτω για όποιον κακομοίρη σταθεί στο δρόμο σου -με πρώτα και καλύτερα, τα βρομοπαιδάκια σου.
Τι τραβάν αυτά τα έρμα στις διακοπές είναι το κάτι άλλο. Μαζί τους και όποιος δύσμοιρος βρεθεί στο διάβα τους. Και κάπως έτσι ξεκινά η κατηγοριοποίηση, την οποία θα περιορίσω στην εξής μία κατηγορία: την Ελληνίδα μάνα.
Η ύπαρξή της χάνεται στα βάθη των αιώνων, τα ίχνη της χάνονται στα βάθη του μυαλού σου, «πυροβολεί» πιο γρήγορα και από τον ίσκιο της και αμαρτίαν ουκ έχει διότι «είναι μάνα αυτή!».
Δεν πιάνω καν τους διαλόγους παρά θίν’ αλός. Πιάνω το αμέσως μετά: παραλιακό καφενεδάκι, ήσυχο, με λίγα τραπεζάκια και αυτά σχεδόν άδεια, ένεκα κορονοϊού. Πιάνω ακριανό πόστο, ανοίγω υπολογιστή και ξεκινώ να γράφω. Αριβάρουν δύο οικογένειες, νέοι γονείς, τέσσερα παιδιά (μωρέ πότε προλαβαίνουν;). Απ’ όλα τα τραπέζια κάθονται στο διπλανό. Παραγγέλνουν καφέδες για τους μεγάλους και τηγανητές πατάτες για τα μικρά. Τα οποία έχουν προμηθεύσει με κάτι μπαλάκια που τινάζονται στον θεό, για να παίξουν. Με τα νεύρα μου. Νταν το ένα μπαλάκι, πάνω στο πληκτρολόγιο. Νταν το άλλο, πάνω στην κεφάλα μου. Νταν το τρίτο και η κακιά μου ώρα. «Μην τα ρίχνεις όλα (όλα!) πάνω στην κυρία», σκούζει ευγενικά (και καλά) η μάνα αρ. 2. Σταματάει το μικρό, πάει για τις πατάτες. «Μην τρως πατάτες, θα σου κοπεί η όρεξη». Οι πατάτες μένουν ντεκόρ και το μικρό (επί τέσσερα όπως είπαμε) πάει να παίξει πιο πέρα. «Μην τ’ ακουμπάς αυτό – είναι σκουριασμένο». «Μην πας στα χώματα! Θα λερωθείς και πώς θα φας μετά;» «Μην τρέχεις και ιδρώσεις. Θ’ αρρωστήσεις και δε θα μπορείς να παίζεις!» (ενώ τώρα, έχει τρελαθεί στο παιχνίδι). «Μη φωνάζεις! Μόνο εσύ ακούγεσαι!» (ασχολίαστο).
Παρότι αδυνατούσα να καταλάβω, η ατάκα «δεν είσαι μάνα και δεν ξέρεις» που ’χω ακούσει ν φορές στη ζωή μου, έχει κατσικωθεί μέσα μου τόσο γερά που δεν μίλησα. Έως τη στιγμή που έπεσε η επόμενη ατάκα (από τον ένα πατέρα προς τον άλλο): «Εμάς μας άφηναν να κάνουμε ό,τι θάλαμε. Ούτε “μη” ούτε “όχι” ακούγαμε. Όλο στις αλάνες και στα χώματα… ». «Σου ’πα μην το αγγίζεις αυτό, είναι σκουριασμένο!» μούγκρισε η μάνα αρ. 1, συγκατανεύοντας ταυτόχρονα στα λόγια του αντρούς της.
Παρέδωσα ψυχή και πνεύμα στον θεό του παραλόγου και φυσικά κανένα κείμενο στον αρχισυντάκτη. Τα μάζεψα κι έφυγα.
Αποκαμωμένη, εξαντλημένη σχεδόν, αναρωτήθηκα: Θα ενοχληθούν αυτοί οι άνθρωποι για το αν διακοπεύει η Νικολάου (δεν την μπορώ τη φάτσα της, ρε παιδιάκι μου) και η Μενδώνη (αδιάφορη) με τη δική τους τσέπη; Θα ενδιαφερθούν σαν σκάσει ανεργία 50% από Σεπτέμβρη; Θα νιώσουν κάτι με το νέο στρατόπεδο εγκλεισμού προσφύγων που μαγειρεύουν ή για το αν το σχέδιο Πισσαρίδη βρίθει νεοφιλελεύθερων εμμονών;
Δεν, ρε φίλε. Δεν.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών