εφσυν/29/8/21
νόρα ράλλη
Τι να πω… Για να έχεις ρίξει τέτοιους ύπνους, σαν κάπως άνετα πρέπει να ’ναι εκεί κάτω. Και να σου πω, μη σηκωθείς καν. Βλέφαρο μην ανοίξεις. Εξάλλου, κι εδώ στα πάνω, έχουν ’ρθει τα πάνω κάτω. Οπότε μας βλέπω, σε ολίγον τι, να αριβάρουμε κι εμείς εκεί κάτω, καθώς, στο κάτω κάτω, εδώ πάνω μάς έχει πάρει από κάτω.
Γι’ αυτό σου λέω Πέρσα μου: κοιμήσου στην αγκαλιά της γης και σε κανένα μπαλκόνι να μη βγεις! Πλέον, τα μπαλκόνια τα ’χουν για να λυσσάνε στο χειροκρότημα. Κάποτε βγαίναν για να κουτσομπολέψουν οι γειτόνισσες, άντε να φωνάξουν και στα μούλικα που παίζαν ώς αργά και δεν έλεγαν να μαζευτούν στο σπίτι. Τώρα, αλλάξαν οι καιροί: Δίνει η έτσι παραγγελιά κι αρχίζει το μπαλκονάτο (χειροκρότημα)… Ποια έτσι;
Η έτσι του αυτού. Του τέτοιου, ντε. Δεν τα ’μαθες για δαύτον; Τι να σου πρωτοπώ και τι να σ’ εξηγήσω… Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα; Ε, εκεί πήγε, να παζαρέψει με τους χωριάτες τα τσιμέντα. Εκεί που δέσποζαν ναοί κι αρχαία αίγλη; Εκεί ούτε καν παζάρι -μόνο τσιμέντα. Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες, ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο, τώρα μπήκαν ταμπέλες Ιδρυμάτων, χυδαία για να κόψουν εισιτήριο. Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία, έχουμε ιδιώτες με τους μπράβους τους σωρεία. Εκεί, όπου ευχή ήταν του κάμπου τα βελάσματα, τώρα καήκαν κι έγιναν εταιρειών ενέργειας περάσματα. Κι εκεί που ρίχνουν τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες, βιολιά τούς παίζουν και «χορεύουν» οι αριβίστες.
Και όλοι μαζί ξανά ψηφίζουν, ο άλλος ο μικρός, ο μικροσκοπικός, ο που ετόλμησε μιαν άλλη τύχη, ποτέ μην ξανατύχει κυβέρνηση να δει. Ιδιος λεν πως είν’ με δαύτον, χειρότερος ίσως μα και βδελυρός, παρείσακτος και μισητός. Τον λόγο δεν τον ξέρουν, πολλές κουβέντες λένε και μένος έχουν φθονερό.
Σου ’χω κι άλλα ωραία τε και θωμαστά Πέρσα μου. Αυτός ο αποτέτοιος κάνει και θαύματα! Βέβαια… Πέθανε μια ζωντανή. Οπως τ’ ακούς, αμέ. Διάβασε το γράμμα μιας χαροκαμένης κόρης, που κόρη ήταν, αλλά χαροκαμένη δεν! Ζωντανή η μάνα. Μα ο τέτοιος τη μετέφερε με το έτσι θέλω από τη λίστα «Υπέρ Υγείας» στην «Υπέρ Αναπαύσεως». Το νιώθει, βλέπεις, πως τις ζωές μας στα χέρια του κρατάει κι όλο χαμογελάει. Μα σε γάμο, μα σε κηδεία -ίδια μούρη. Κήδεψε και τα ελληνικά. Πάν’ κι αυτά, τούς κάναμε και τα σαράντα. Οι αριστείες μάς μαράνανε που μας μοστράρει και τα Χαρβαρντιστάν. «Πληγέντες περιοχές» -έτσι δεν το ’πε στη Βουλή; Δηλαδή είναι η περιοχός, της περιοχού, της αυτής του η φτερού, όφου μάνα μου ματζουράνα μου. Κοινώς, το ό,τι και το να ’ναι!
Κάποιοι λένε: «Σιγά τα ωά! Κατά λάθος το ’πε»… Κατά λάθος κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα -αυτό ξέρω εγώ. Κατάλαβες, δηλαδή, Πέρσα μου; Λες και δεν είναι όλα ένα. Ενα, και μάλιστα πολύ επικίνδυνο λάθος: ξεκίνησαν τη χρονιά με κάτι μασκοσέντονα και κάτι παγουρίνια για τα παιδιά, έβγαλαν νόμο κι άφησαν με το έτσι θέλω κάτι άλλα παιδιά έξω από τα πανεπιστήμια (τα δημόσια, όχι τα ιδιωτικά. Αυτά θα τιγκάρουνε). Βγάλαν όξω τους φοιτητές, βάλαν μέσα την αστυνομία. Γιατρούς δεν πήραν, νοσηλευτές δεν πήραν, δασκάλους δεν πήραν, πυροσβέστες δεν πήραν, ούτε τα βουνά πήραν -τα άφησαν στο έλεος των κατοίκων τους και της φωτιάς. Μέτρα δεν πήραν -σαν τις μύγες πέθαιναν οι άνθρωποι κι όχι μόνο από τον κορονοϊό. Μείωσαν τα δικαιώματα, αύξησαν το ωράριο, κατήργησαν τις υπερωρίες. Αύξησαν τους ιδιώτες. Οι ιδιώτες αβγάτισαν τις επενδύσεις τους. Οι επενδύσεις τους αύξησαν Φουρθιώτηδες και Λιγνάδηδες. Φουρθιώτηδες και Λιγνάδηδες εκπαίδευσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κάτι άνδρες σκότωσαν τις γυναίκες τους. Κάτι παιδιά γίναν λαθρομετανάστες.
Και όλα αυτά, από τον γιο που συνεργάστηκε με τον άνθρωπο που έριξε την κυβέρνηση του πατέρα του, για να νικήσει εσωκομματικά την αδερφή του.
Ούτε οι Βοργίες, Πέρσα μου! Ούτε οι Βοργίες…