
του Κωστή παλαμά
Ο χρυσοστέφανος θεός, ο μέγας Ήλιος βγαίνει
κι υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει κι αγναντεύει
τη χαϊδεμένη κόρη του, την ακριβή του Αθήνα,
και μέσα στην αγκάλη του τη σφίγγει σαν πατέρας
5
και τη χορταίνει με φιλιά, και μες στα σωθικά της
αφήνει από τη λάβρα του λάβρα, κι από το φως του
φως, αίμ’ από το αίμα του, πνοήν απ’ την πνοή του.
Και τα παιδιά τ’ ανόθευτα της θυγατέρας του Ήλιου
που μες στους κόρφους της ρουφούν του κόρφου της το γάλα,
10
άνθρωποι, δέντρ’, αγρίμια, ανθοί, νερά, βουνά, λιθάρια,
πάντοτε νιώθουν μέσα τους, άλλος πολύ, άλλος λίγο,
ένα βαθύ ανατρίχιασμα, μια φλόγα, ένα μεθύσι,
και το μεθύσι, η φλόγ’ αυτή και η ανατριχίλα, εσ’ είσαι
αγάπη της Ζωής, εσύ, σαν πέλαγος μεγάλη!
15
Ζωή! δεν είναι τίποτε γλυκύτερο στον κόσμο
απ’ την πεντάμορφη ζωή, την ηλιοφωτισμένη!
Ζωή, κι αν έρχεσαι γοργά κι από χαρές γεμάτη,
κι αν έρχεσαι με βάσανα και μ’ έγνοιες και μ’ αρρώστιες,
ζωή του γέρου και του νιου, της φτώχειας και του πλούτου,
20
με της δουλειάς τον ίδρωτα, με της αργίας τη γλύκα,
με την ειρήνην ήμερη, με τους αγρίους πολέμους,
και μ’ όλες τις καλοκαιριές και μ’ όλους τους χειμώνες,
Ζωή, κι όπως κι α δείχνεσαι, Ζωή, κι ό,τι κι αν είσαι,
αν είσαι πράγμα ή όνειρο, καλή κακή κι αν είσαι,
25
χαρά σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!
Ζωή! δεν είναι τίποτε για μας έξω από σένα,
ναι! τίποτε ούτ’ αισθάνεται, ούτε που νόημα έχει,
και δε μπορείς να βρίσκεσαι παρά όπου λάμπει ο ήλιος,
και φτάνεις όπου φτάνουνε κι οι αχτίνες του θεού μας.
30
Από τον ήλιον η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.
Για μας δεν είναι άλλη ζωή, δεν είναι κόσμος άλλος
παρά η ζωή που βλέπουμε κι ο κόσμος που πατούμε.
Κι αν λάμπει κι άλλος ουρανός ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια,
μυστήρια κι αν μας τριγυρνούν, θεοί κι αν μας προσέχουν,
35
κι αν παραστέκουν γύρω μας αόρατ’ αγγελούδια,
δεν ξέρουμε, δεν θέλουμε να μάθουμε· μας φτάνουν
τα δυο τα μάτια μας, τα δυο χέρια και η καρδιά μας
που μέσα βράζει και χτυπάει κι αισθάνεται και λέει:
Αγάπα και ξεφάντωνε, και δούλεψε και ζήσε
40
και προσηλώσου στη ζωή σαν τον κισσό στο δέντρο,
και δέσου με την γην αυτή, στρείδι στο βράχο επάνω,
και μη σε μέλει πού θα πας τα μάτια σου όταν κλείσεις.
Το τρεχαντήρι το γοργό το νοιάζει σε ποιά ξέρα
θα σπάσει, σε ποιό πέλαγο θε να χαθεί, πού εγράφτη
45
να σκορπιστούν τα ξύλα του, ποιά φλόγα θα τα κάψει,
τί θα γενούν οι ναύτες του σαν πάει χαμένο εκείνο;
Ζωή! χαρά, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!