Νικόλαος Ζήσιμος / amagi.gr
«Πρέπει να σε προειδοποιήσω για κάτι», μου είπε το νέο μου αφεντικό, ο Λέιφ, μιλώντας ράθυμα, σχεδόν νωχελικά, με την αδιακύμαντη φωνή του, ενώ ο Μάγκνους, ένας μπόμπιρας με μαλλιά χρυσοκίτρινα σαν ώριμα στάχυα, μικρογραφία του πατέρα του τόσο στην εμφάνιση όσο και στον χαρακτήρα, έπαιζε σιωπηλός σε μια γωνιά της αίθουσας συνεδριάσεων με κάτι πολύχρωμα τουβλάκια που θύμιζαν υπερμεγέθη λέγκο. «Εδώ στη Σκανδιναβία οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι πρέπει να δώσουν συγχαρητήρια σε κάποιον επειδή κάνει καλά τη δουλειά του. Ούτε θεωρούν ότι οι ίδιοι αξίζουν συγχαρητήρια επειδή κάνουν καλά τη δική τους δουλειά. Δεν τους αρέσει τόσο να ξεχωρίζουν και ούτε τους αρέσουν οι άνθρωποι που το επιδιώκουν. Ίσως σου κάνει εντύπωση. Εδώ το λέμε Γιάντελόβεν, Νόμο του Γιάντε δηλαδή. Σε κάποιους φαίνεται παράξενο. Σε άλλους κακοφαίνεται τόσο πολύ, που απογοητεύονται και φεύγουν».
Η αλήθεια είναι πως η σκανδιναβική ταπεινοφροσύνη δεν μου φαίνεται πια παράξενη. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο δώδεκα χρόνια πριν, όταν γνώρισα τους Φινλανδούς συγκατοίκους μου και πλέον καλούς μου φίλους ― την Καρολίνα, μια συμφοιτήτριά μου από το Τούρκου, και τον Γιάνε, έναν φοιτητή Εράσμους τότε, από το Όουλου, μια πόλη διακόσια χιλιόμετρα από τον Αρκτικό Κύκλο. Όπως όλοι σχεδόν οι Σκανδιναβοί που γνώρισα, έδιναν την εντύπωση πως ήταν άγαρμποι στα κομπλιμέντα, και άμαθοι στις ναρκισσιστικές πόζες, σαφείς ενδείξεις αδεξιότητας για κοινωνικούς ελιγμούς που εδώ στον Νότο θεωρούμε άκρως απαραίτητους για την επιβίωση. Τόσο που πολλοί από τους «Νότιους» έβρισκαν αυτή την αδεξιότητα των «Βορείων» ευτράπελη, ή άλλοι, όπως εγώ, γοητευτική και ενδιαφέρουσα.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον όμως είναι πώς o νομός του Γιάντε, το σημερινό μάντρα ταπεινοφροσύνης των Σκανδιναβών, γράφτηκε τη δεκαετία του ’30 από έναν Νορβηγό συγγραφέα, τον Άξελ Σάντεμόσε, ως κώδικας του χαμερπούς, ισοπεδωτικού εξισωτισμού των κατοίκων της δανέζικης κωμόπολης όπου μεγάλωσε, στην οποία έδωσε το φανταστικό όνομα Γιάντε. «Μη νομίζεις ότι είσαι κάτι ιδιαίτερο», «Δεν έχεις το δικαίωμα να κοροϊδεύεις τους άλλους», λέει ο νόμος μεταξύ άλλων. Πώς καλύφθηκε όλη αυτή η απόσταση από τη χαμέρπεια στην ευγένεια; Τι κάνει το νόημα του νόμου να αλλάζει, αν δεν αλλάζει ο ίδιος ο νόμος;
Η απάντηση είναι απλή: η ερμηνεία.
Οι κάτοικοι του Γιάντε ερμήνευαν τις εντολές σαν να απευθύνονταν σε άλλους, ενώ οι σύγχρονοι Σκανδιναβοί τις ερμηνεύουν σαν να απευθύνονται, πριν από όλους, στον εαυτό τους. Γενικεύοντας παρακινδυνευμένα: χωρίς ανθρώπους με πνευματική και ηθική συγκρότηση τέτοια ώστε να τους ερμηνεύουν καλά, με τρόπο χρηστό, οι καλοί κανόνες δεν σημαίνουν τίποτα.