Νόρα Ράλλη / εφσυν / 16.01.2022, 11:00
Καλησπέρα σας.
Σας μιλάει ο αυτόματος, εξοργισμένος τηλεφωνητής της γράφουσας, καθώς η ίδια αδυνατεί να μιλήσει πλέον δίχως να κατεβάσει ό,τι καντήλι υπάρχει και δεν υπάρχει (σβησμένο ή αναμμένο) στην οικουμένη!
Ως εκ τούτου και με την υποψία ότι μπορεί: α) κάποιος/α να αγοράσει πράγματι εφημερίδα, πόσο μάλλον τη συγκεκριμένη, β) να την ανοίξει και να τη διαβάσει, γ) να την ξεχάσει ανοιχτή στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ, δ) το «νοικοκυριό» (όπως το λένε οι πολιτικάντηδες) να διαθέτει μούλικα, που θα παίζουν ηλεκτρονικό πάνω στον ίδιο καναπέ, δίπλα στο εν λόγω τραπεζάκι και ε) κάποιο από αυτά να δεήσει να διαβάσει το παρόν κείμενο… και μόνο στην υποψία ότι μπορεί το σύμπαν να συνωμοτήσει ώστε να συμβούν όλα τα παραπάνω, η γράφουσα, μη θέλοντας να λάβει μηνυτήρια αναφορά από τον γονιό και (πιθανότατα) μοναδικό αναγνώστη της, καθώς δεν μπορεί να συγκρατήσει τις «κακές» λέξεις άλλο μέσα της, σιωπά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, εκ των πραγμάτων και κατά το δοκούν, θα μιλήσω εγώ αντ’ αυτής αυτή τη φορά: ο αυτόματος, εξοργισμένος τηλεφωνητής της.
Βαρέθηκε… Αν κάτι μπορώ να σας πω με σιγουριά, είναι αυτό: βαρέθηκε. Ξεκάθαρα, απόλυτα, τελειωτικά. Οχι την πανδημία, αλλά την πολιτική διαχείρισή της. Οχι τους διαχειριστές, αλλά όσους τούς ψήφισαν. Οχι μόνο όσους τους ψήφισαν, αλλά και όσους τους στηρίζουν ακόμα (με νύχια και με δόντια, ρε φίλε!). Οχι μόνο όσους τους στηρίζουν ακόμα, αλλά και τους άλλους, τους πολλούς πολλούς: τους απογοητευμένους, τους γνήσιους (με σφραγίδα και πιστοποιητικά) αριστερούς, τους σταλεγάκηδες, τους «πάμε να πάρουμε την Πόλη», τους «τι καλός που ήταν ο Χίτλερ!», τους «ε, δεν ήταν και πολύ κακός ο Χίτλερ – ο Στάλιν ήταν καλύτερος;», τους «βρε δεν πά’ να όλοι σας λέω εγώ!», τις σύγχρονες Καραγκούνες, τους Ρουβάδες με τις Ρουβίτσες τους, τους τράπερς και τους μάπε(ρ)ς, τους χρυσοποίκιλτους από άμβωνος και τους ακαδημαϊκοκρουσμένους από έδρας, κάτι φοιτηταριά της κακιάς ώρας που το παίζουν «αναρχία ή ντράμερ» δίχως να ξέρουν καν ποιος είναι ο Κροπότκιν (για Μπακούνιν, Προυντόν ή Γκόντουιν μήτε λόγος!), κάτι άλλα «φωτισμένα» (σαν τον illuminati Μπαμπινιώτη) φοιτηταριά που κάνουν λόγο για την «απαλλοτρίωση» του Μαρξ (!), κάποια ακόμη δύσμοιρα που αναγκάζονται να τρέχουν σε σχολές που μάλλον δεν ήθελαν να μπουν, σε κάτι κτίρια που δεν έχουν θέρμανση, μήτε χαρτί υγείας, ούτε καν πόρτες τουαλέτας και με μια υπουργό Ιδιωτικής Παιδείας Μα Κυρίως Θρησκευμάτων (το εξής ένα) που θέλει να τους βάλει τους μπάτσους παρέα να τους συνοδεύουν σ’ αυτές τις δίχως πόρτες τουαλέτες. Βαρέθηκε τους ιδιώτες γιατρούς που αποφασίζουν να μη βοηθήσουν τους συναδέλφους τους στον δημόσιο τομέα, βαρέθηκε τους γιατρούς στον δημόσιο τομέα που δεν βγαίνουν να μιλήσουν (όλοι, όχι ένας ή δύο) επίσης δημόσια για το τι ακριβώς συμβαίνει στο ΕΣΥ, βαρέθηκε να της πεθαίνουν αγαπημένοι άνθρωποι τσάμπα και βερεσέ επειδή μια κυβέρνηση «νομιμοποιήθηκε» να παρανομεί, βαρέθηκε όσους τους πεθαίνουν αγαπημένοι άνθρωποι και δεν βγαίνουν να μιλήσουν (όλοι, όχι μόνο μία που βγήκε) δημόσια για το τι συνέβη, βαρέθηκε τον φόβο, την παθητική οργή, την απύθμενης βλακείας απογοήτευση (δεν υπάρχει άλλο είδος πλέον!), την ανημπόρια που βασίζεται στον φόβο, την παθητική οργή και την απύθμενης βλακείας απογοήτευση, τα χουντοφοινίκια στο Σύνταγμα, τα πλατάνια και το Ανίψι που τα λιμπίστηκε, τον Αδωνη στα πρωινάδικα, τον Πορτοσάλτε στα pay rolls, τον Βαξεβάνη κατηγορούμενο για ακόμα μία φορά (εκεί που μας χρωστάγανε…), τα σκάνδαλα που γίνονται «σκευωρίες», τις απίστευτες μίζες που παίρνουν λογιώ λογιώ δεξιοί προύχοντες από λογιώ λογιώ δεξιούς προύχοντες, βαρέθηκε να μην μπορεί να περπατήσει στην ίδια της την πόλη, βαρέθηκε την ασχήμια και τους τσιμενταρισμένους ναούς, βαρέθηκε να κρυώνει, βαρέθηκε τα μπαζωμένα ποτάμια/ρέματα/αιγιαλούς, τα καμένα (δάση, ζώα, σπίτια, χωράφια, σώματα), τα «καμένα» μυαλά, τα αισχρά χείλη, τα ματωμένα μάτια, τα κλειστά αφτιά, τα θεόκλειστα στόματα.
Μα κυρίως, βαρέθηκε την ίδια.
…Μετά το μπιπ, αφήστε κίνημα.