αρχοντιά κατσούρα / εφσυν / 23.01.2022, 11:08
Ολοι περίμεναν να έρθει το χιόνι. Η ελπίδα για την ομορφιά που θα είχε το λευκό τοπίο ήταν τόσο δυνατή που έκανε τους ανθρώπους να παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων με αδημονία κι ας ήξεραν ότι χιονιάς σημαίνει κρύο πολύ και προβλήματα: κλειστοί δρόμοι, παγωμένες σωληνώσεις, δυσκολίες στην επικοινωνία και άλλα.
Ομως περίμεναν να έρθει το χιόνι. Τα παιδιά για να παίξουν χιονοπόλεμο και να κάνουν «αγγελάκια» ξαπλώνοντας στο λευκό αφράτο πάπλωμα της γης. Οι μεγαλύτεροι -αν και όχι με τόσο ενθουσιασμό, βλέπεις, εκείνοι ξέρουν- ήλπιζαν να νιώσουν έστω λίγο όπως όταν ήταν παιδιά. Να αναπνεύσουν την καθαριότητα που θυμίζει φρεσκοπλυμένη μπουγάδα και να ξεγελαστούν λιγάκι. Μπορούσαν να απολαύσουν λίγο την υποχρεωτική ησυχία και να έχουν μια πραγματικά καλή δικαιολογία για να μείνουν λίγο παραπάνω μέσα στα σκεπάσματα. Και να πιουν με λιγότερες ενοχές μια ζεστή σοκολάτα -θα κάνει κρύο, δεν πειράζει να πάρεις και λίγες θερμίδες παραπάνω- ή ένα τσιπουράκι με μεζέ.
Κάποιοι θυμούνταν τον χιονιά έναν χειμώνα πίσω με αρκετό τρόμο. Οι πληγές του ακόμη ήταν ορατές, αλλά οι αόρατες τους φόβιζαν περισσότερο… Και όμως, η ενόραση στο καθημερινό τοπίο καλυμμένο από το αφράτο χιόνι τούς έκανε λίγο να χαμογελούν.
Δυο φίλες μιλούσαν στο τηλέφωνο. Η μία, παρακολουθώντας τα δελτία καιρού -έτρεμε μήπως η κακοκαιρία έρθει λίγο νωρίτερα και της χαλάσει τα σχέδιά της- θυμήθηκε το παραμύθι για τη Βασίλισσα του Χιονιού. Οταν το κουβέντιασαν, συμφώνησαν: όταν ήταν μικρές, δεν τους άρεσε πολύ… Αλλες ιστορίες τις συνάρπαζαν περισσότερο.
Αρχισαν να θυμούνται τα διαβάσματά τους και τις αναφορές στο καιρικό φαινόμενο: Ετσι έγραψε ο ένας ποιητής, αυτό έλεγε εκείνο το μυθιστόρημα, θυμάσαι εκείνη την περιγραφή στο τάδε βιβλίο; Κι εκείνη τη συγκινητική ιστορία;
Παράξενο πράγμα ο χειμώνας. Κάνει τους ανθρώπους να μαζεύονται. Κλείνονται μέσα και θυμούνται ιστορίες. Αλήθεια, πόσες ιστορίες έχουμε όλοι να θυμηθούμε από παλιούς χειμώνες;
Μερικές μοιάζουν σαν όνειρα μακρινά. Δεν τις έζησες, αλλά τις ξέρεις, γεννήθηκες με αυτές. Αλλες, δικές σου, ίσως και μυστικές, που δεν τις μοιράστηκες με πολλούς, έχουν πάρει χαρακτήρα μυθικό. Οταν όμως μένεις μέσα, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, ξυπνούν σιγά σιγά και σε κατακλύζουν. Λίγο όπως το έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης.
«(…)ας αφήσουμε τις ελπίδες μας γι’ αύριο κι ας κοιτάξουμε πίσω απ’ τον καναπέ, εκεί που/ συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα όπως τα πρώτα μας δάκρυα — κι αργότερα έπρεπε να/ υποφέρω για να κρύβω τη μεγάλη αποστολή μου ώσπου στο τέλος αγάπησα κι αυτό το ωραίο/ δέντρο στον κήπο έτσι δεν ξέχασα ποτέ πως κάποιος πολύ/ σοβαρός λόγος με είχε/ φέρει στη γη ενώ στο βάθος κάθε νύχτας μου υπάρχει ένα μυστικό που φοβάμαι να το/ ανακαλύψω. Υπερβολές, θα πείτε. Ομως γι’ αυτό θα ‘χουμε ιστορίες για όλο το χειμώνα»*.
Τα σπίτια στη γειτονιά προετοιμάζονταν για το χιόνι. Ελεγχος στις δεξαμενές πετρελαίου, ξύλα για τα τζάκια, ψώνια στο σουπερμάρκετ. Πάντα κάτι έλειπε και -παρά το γεγονός ότι οι μετεωρολόγοι ήταν καθησυχαστικοί: το φαινόμενο δεν θα κρατούσε πολύ- μια φυσική ροπή των ανθρώπων να προλάβουν το «κακό» και το «δύσκολο» τους έσπρωχνε να κάνουν προμήθειες, έστω και καθ’ υπερβολήν.
Πώς το έλεγε η Λωξάντρα σε εκείνη την παλιά τηλεοπτική σειρά; «Καλύτερα να μας περισσέψει, παρά να μας λείψει».
Οι πρώτες νιφάδες άρχισαν να πέφτουν νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Η πόλη ήταν ακόμη αγουροξυπνημένη. Δεν είχε πιει καφέ, δεν είχε φάει πρωινό. Αλλά ήταν έτοιμη, οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι για τα ποιήματα του χειμώνα. Είχαν δει πολλή ασχήμια στις οθόνες τους μήνες πολλούς και είχαν κουραστεί. Αλλά αυτός ο χορός από λευκά νερένια πούπουλα, που πήγαιναν και έρχονταν όπου τα φύσαγε ο αέρας, τους γαλήνευε τα μάτια και δρόσιζε τις καρδιές τους. Ισως ξυπνούσε και τα όνειρα που νόμιζαν ότι είχαν ξεχάσει.
*«Ιστορίες για το χειμώνα», Τάσος Λειβαδίτης