- …Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
- ποτίζουμε τη γη για να γεννά
- καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
- φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,
- Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
- ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί,
- πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
- και μ’ όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,
- …Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
- στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;
- Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ’ έλεα να ξεκινήσω
- να σταθώ πλάι σου… Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
- Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
- Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου ‘δωκε ψαλτήρι;
- Ο ποιητής διατυπώνει το σεβασμό και το θαυμασμό του μαζί για την εργατιά και στο τετρ. 117 (σ. 274):
- Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
- οι λύκοι,
- ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
- Χειμώνας άγριος. Κ’ η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
- Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.