Posted by Theorema |απρ 29,
[Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος αριθ. 45 του περιοδικού (δε)κατα, την άνοιξη 2016]
Εμένα όταν με ρωτάγανε παλιά τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, έλεγα πουτάνα. Πάντα με διόρθωναν όμως, και έλεγαν γιατρός. Τελικά συμβιβάστηκα και άρχισα να λέω γιατρός πουτάνα. Αυτό θα γίνω όταν μεγαλώσω: γιατρός πουτάνα. Μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο επάγγελμα της γης.
Αυτό που δεν πρόκειται να γίνω ποτέ είναι νύφη με νυφικό και γαμπρό στα σκαλιά της Αγίας Άννας, δηλαδή γυναίκα κάποιου σαν τον μπαμπά, με μαλλιά κότσο σαν της μαμάς και συγγενείς σαν τους θείους και τις θείες με τις δερμάτινες λωρίδες και τις κοιλάρες, τα βαμμένα μαλλιά και τις πλισέ φούστες με το φερμουάρ στον κώλο. Δεν θέλω να έχω κούτελο που γυαλίζει και μυρίζει Nivea, χρυσή αλυσίδα με ειδικό κούμπωμα στο χέρι για τις Κυριακές, κορσέ για να μαζεύει τα ράμματα απ’ την καισαρική και παλιά γράμματα στο συρτάρι που το βράδυ να με κάνουν να κλαίω.
Δεν θέλω με τίποτα να έχω πεθερικά, κουνιάδες, κουνιάδους και ανίψια σαν τις ξαδέρφες μου, που τα καλοκαίρια τις φέρνουν να ζήσουν μαζί μας στο χωριό για να πάνε οι δικοί τους διακοπές στην Ευρώπη, και η μαμά τις φωνάζει κρυφά μουλάρες, και τσακώνεται με τον μπαμπά που όλο εδώ ξεπεζεύουν και που μόνο η μάνα τους είναι για ζωή ενώ εκείνη ρεύει στα πόδια της κάθε μέρα και κάνει τη δούλα σε όλο του το σόι.
Όταν την πιάνει η συγκίνηση, η μαμά μου λέει πως έχει νευροφυτικά και κατάθλιψη εκ γενετής επειδή είναι κληρονομικό τους – εννοεί τους γονείς της και τους παππούδες της που δεν ζουν πια όμως μόνο εκείνοι την αγαπούσαν – και κλαίει δίπλα στο παράθυρο και φυσάει τη μύτη της στη χαρτοπετσέτα, μου λέει να διαβάζω πολύ και να είμαι καλή μαθήτρια για να μην έχω ανάγκη κανέναν όταν μεγαλώσω και να μην απλώνω το χέρι στον άντρα μου σαν ζητιάνα, όπως κάνει αυτή που δεν πήρε ποτέ πτυχίο.
Μου λέει να πάω στο πανεπιστήμιο, να βγάζω δικά μου λεφτά, γιατί η μόρφωση είναι ένα χρυσό βραχιόλι στο χέρι που κανείς δεν θα μπορέσει να μου πάρει και θα το έχω για όλη μου τη ζωή ολόδικό μου. Όταν μου λέει για το χρυσό βραχιόλι η κοιλιά μου σφίγγεται και με πιάνει κάτι σαν διάθεση για εμετό. Νιώθω σαν γάτα που τη στρίμωξαν στη γωνία. Σκέφτομαι το χρυσό βραχιόλι με το ειδικό κούμπωμα που της έχει χαρίσει ο μπαμπάς και φοβάμαι. Φοβάμαι μήπως η μόρφωση-χρυσό-βραχιόλι με κάνει κι εμένα σαν αυτήν, δυστυχισμένη, με μύτη κόκκινη, σαν μελιτζάνα απ’ τα κλάματα, και μια πεθερά που να με ελέγχει και να μου κάνει παρατηρήσεις.
Όμως η μαμά δεν τα καταλαβαίνει αυτά, εξάλλου όταν την πιάνουν τα νευροφυτικά της δεν ακούει τι λέω εγώ, θέλει μόνο να λέει εκείνη. Και να κλαίει.
Έχω σκεφτεί επίσης πως καλό θα ήταν να έβρισκα έναν τρόπο να μην μεγαλώσω ποτέ. Να μη γίνω κανονική γυναίκα. Δεν μου αρέσει που η μαμά μου λέει καμιά φορά να βγάλω το σκασμό και να φαρμακώσω αυτό που έχει μαγειρέψει, ούτε όταν μου λέει να πέσω στο κρεβάτι και να σβερκωθώ ενώ εγώ δεν νυστάζω καθόλου. Αυτές οι λέξεις με κάνουν και νιώθω σαν σκουπίδι στο φαράσι. Φαντάζομαι όμως πως όταν είναι μεγάλος κανείς μόνο έτσι μπορεί να μιλάει στους μικρότερους, ειδικά αν είναι μητέρα με σπασμένα νεύρα και ημικρανίες, και περνάει εμμηνόπαυση, και φοβάται πως τα παιδιά της θα την στείλουν στον τάφο και θα μείνουν ορφανά, και μετά ο πατέρας τους, επειδή είναι ανίκανος να τα μεγαλώσει και σκέφτεται μόνο το σόι του, θα τα στείλει να γίνουν δουλικά στις κουνιάδες της, και τα ωραία κεντήματα που τους έχει ετοιμάσει για προίκα θα τα καρπωθούν οι μουλάρες οι ξαδέρφες που θα συνεχίσουν για πάντα να έχουν μαμά επειδή μόνο κάτι τέτοιες έχουν τύχη.
Επίσης, οι μεγάλοι έχουν κι άλλα προβλήματα που δεν θα ήθελα να ζήσω ποτέ μου. Έχουν χρέη στην τράπεζα που μπορεί να τους πάρει το σπίτι, έχουν χοληστερίνη, ζάχαρο και ταχυπαλμίες, φίλους που τους κερατώνουν οι γυναίκες τους, φίλες που ο άντρας τους δεν τους δίνει λεφτά ή σημασία, έχουν χρυσά βραχιόλια με λίρες στα χέρια και σταυρουδάκια στο λαιμό, πεθερικά, υποχρεώσεις, αυτοκίνητο που θέλει σέρβις και συνήθειες που τις νύχτες γίνονται πολύ ενοχλητικές για όποιον δεν τον πιάνει ύπνος, δίπλα.
Στο σχολείο η δασκάλα μας, που είναι κανονική γυναίκα, έχει τα νεύρα της σπασμένα, κοιτάζει συνεχώς το ρολόι της κι αναγκάζεται να κλωτσάει με τις μπότες την Κική που ποτέ δεν ξέρει να πει μάθημα και να βρίζει ηλίθιο τον Σάκη, που επειδή ο πατέρας του σκοτώθηκε πέρυσι σε αυτοκινητιστικό έχει πάθει σοκ και από τότε δεν έχει γράψει ποτέ μια σωστή ορθογραφία. Στο μπακάλικο η κυρία Μπιστίκαινα δεν αφήνει τον κύριο Μπίστικα να κάνει ταμείο, επειδή είναι ανίκανος και αν δεν ήταν αυτή θα είχε πέσει έξω το μαγαζί και θα τους έσκιζαν τα σκυλιά τα ρούχα. Στο καθαριστήριο η αρραβωνιαστικιά του Μιχάλη, που δεν ξέρω το όνομά της, την ξέρω έτσι απλώς, είναι συνεχώς ιδρωμένη πάνω από τη σιδερώστρα και το μόνο που την ανακουφίζει λίγο είναι μια πορτοκαλάδα που την πίνει σιγά σιγά με το καλαμάκι και μετά βάζει στη σακούλα το μπουκάλι για να το πάει πίσω και να πάρει μερικά λεφτά επειδή τα έχουν ανάγκη. Στο περίπτερο η κυρά Γωγώ είναι γριά και ίσα που χωράει να καθίσει στο σκαμνάκι, αλλά δεν γίνεται αλλιώς, επειδή ο άντρας της είναι άρρωστος και θέλει τα λεφτά για το νοσοκομείο. Αυτά βλέπω και τρομάζω με τη ζωή κι αναρωτιέμαι τι κακό έκανα και με έστειλε ο Θεός να ζήσω.
Όταν μεγαλώσω – ξέρω πως κανείς δεν τη γλιτώνει τελικά και όλοι μεγαλώνουν – θα γίνω γιατρός πουτάνα επειδή η Ρένα που τα έφτιαξε με τον κύριο Ιωσήφ και κόντεψε να του κλείσει το σπίτι, αλλά τελικά δεν του το’ κλεισε, είναι όμορφη, όταν περνάει απ’ την πλατεία μυρίζει άρωμα και τα μαλλιά της είναι ξανθά και καλοχτενισμένα. Όλοι την κοιτάζουν και τα μάτια τους βγάζουν φωτιές. Η μαμά λέει πως έτσι είναι οι πουτάνες. Ανέμελες και φτιασιδωμένες, άλλοι πληρώνουν τα σπασμένα, τι ανάγκη έχουν αυτές;
Η Ρένα φοράει κάτι μαύρες γυαλιστερές μπότες με τακούνια που ακούγονται όμορφα στο πεζοδρόμιο και πάντα χαμογελάει. Στα μάτια έχει πράσινη σκιά και στο χέρι ένα κόκκινο ρολόι. Έχει ωραία ρούχα και κοραλί κραγιόν. Ούτε χρυσό βραχιόλι, ούτε φούστα με πιέτες και φερμουάρ στον κώλο, ούτε κατάθλιψη εκ γενετής. Βέβαια εκείνη δεν είναι γιατρός, εγώ όμως θα γίνω. Θα γίνω επειδή ο μπαμπάς μου είπε πως είναι ο μόνος τρόπος για να φύγω μακριά απ’ το χωριό, να ξεχάσω, να κάνω τη ζωή μου στην πρωτεύουσα, να έχω πάντα λεφτά και ανάγκη κανέναν.
Μου το είπε εκείνο το μεσημέρι που γύρισε απ’ τη δουλειά και έπρεπε να ξεκουραστεί επειδή μετά είχε διπλοβάρδια στο εργοστάσιο και ήταν εξαντλημένος, κι έπρεπε να βρει ένα τρόπο να του περάσει ο πονοκέφαλος και να ηρεμήσει. Όταν έπεσε πάνω μου και έβαλε το δάχτυλο μέσα απ’ την κυλόττα μου άρχισα να κλαίω, όμως μου είπε να κάνω σιγά επειδή αν μας άκουγε η μαμά θα τον έδιωχνε απ’ το σπίτι, θα έμενα ορφανή και μετά από τόση ντροπή δεν θα μου ξαναμιλούσε κανένας.
Εγώ συνέχισα να κλαίω στα μουγκά επειδή φοβόμουν και πονούσα με κείνο το μαρτύριο, ενώ αυτός μπαινόβγαινε μέσα μου και μου έλεγε πως τον ξεκούραζε και του άρεσε πολύ έτσι όπως γλιστρούσε από τα αίματα, και πως την άλλη φορά δεν θα πονέσει τόσο, και πως αν μπορούσε θα έφερνε στο κρεβάτι και μια φίλη του που ξέρει απ’ αυτά, και θα μου χάιδευε τα μαλλιά για να με παρηγορήσει, αλλά ήταν μεσημέρι και δεν γινόταν να την δουν.
Δεν θέλω να γίνω κανονική γυναίκα με βραχιόλι, πεθερικά, φίλους που βάζουν τα δάχτυλα μέσα απ’ την κυλόττα του παιδιού τους, φίλες που δεν τους δίνει ο άντρας τους σημασία ή λεφτά, σπίτι που η σκεπή μπάζει νερό και αυλή με κοτέτσι που βρωμάει τρομερά και όλο γεμίζει λάσπες. Δεν θέλω να πηγαίνω για εξομολόγηση τις Κυριακές, να φοράω βρώμικη ποδιά με λίγδες, να με κουτσομπολεύουν οι χωριάτισσες που άλλη δουλειά δεν έχουν και να περνάω τις νύχτες βλέποντας τηλεόραση μέχρι να με πιάσει το ηρεμιστικό.
Θέλω να γίνω γιατρός πουτάνα, να πάω στην Αθήνα, να έχω ξανθά μαλλιά, να φοράω κόκκινο ρολόι και μπότες ως το γόνατο σαν της Ρένας, να με κοιτάζουν όλοι με θαυμασμό και να έχω όποιον θέλω χωρίς να πρέπει να τον παντρευτώ, επειδή θα είναι ήδη παντρεμένος. Θέλω να μην χρειαστεί να ξαναπονέσω ποτέ, και να ξέρω να γιατρεύω τα παιδιά που πέρασαν ένα μαρτύριο και μετά τα πήγαν στο γιατρό για να διορθώσει στα γρήγορα τα σπασμένα και να μην πέσει πάνω τους η κατακραυγή της κοινωνίας.
Όμως αυτά αργούν ακόμη. Είναι νωρίς γι’ αυτή τη ζωή. Για την ώρα πρέπει να φαρμακώνω ό, τι μαγειρεύει η μαμά, να ξαπλώνω δίπλα στο μπαμπά τα μεσημέρια, να γράφω σωστή ορθογραφία για να μην φάω κλωτσιά απ’ τη δασκάλα μου, και να κρατάω το στόμα μου κλειστό, γιατί αν κάτι απ’ όλα αυτά μαθευτεί θα είναι αμαρτία και έγκλημα, θα με τιμωρήσει ο Θεός και θα πάω στην κόλαση για πάντα.
Σχετικά