εφσυν / 3/4/22
Νόρα Ράλλη
Είμαστε, όμως, παθιασμένος λαός. Τώρα, παθιασμένος, λανθασμένος, ματιαγμένος; Κάτι σε -μένος, πάντως.
Αυτό το «μένος» μάς θρέφει. Είναι και τζάμπα βλέπεις. Οταν το ρεμπλοσόν και η γκοργκοντζόλα έχουν φτάσει στα ύψη, τι να κάμει κι ο λάος; Τρέφεται απ’ όπου μπορεί – πώς να του δώκεις άδικο; Εμ, δεν θα του δώκεις!
Το μένος θρέφει τα παιδιά κι ανθίζει η γης χορτάρι, το μένος και τα ενήλικα κι υψώνουνε καμάρι. Η αλήθεια είναι πως αν δεν έχεις για να φας, δεν έχεις για να ζεσταθείς, μα ούτε για να μορφωθείς, δουλειά δεν έχει για να βρεις και κάθε που ’χει δεκατρείς, έχει τελειώσει ο μισθός και μόνο γι’ άλλους έχει ο Θεός – ε, τότε κάπου δεν. Και άμα δεν, αρχίζει το έτσι κι έρθω εκεί δα, τότε θα δεις εσύ μετά.
Το κατανοώ – πώς να μην; Λες κι είναι κάτι νέο; Αιώνες τώρα, τη διαμάχη μέσα μας την έχουμε. Σιγά μη χτίζαμε Παρθενώνες αν δεν είχαμε μένος ασίγαστο: ακόμα κι αυτός ο δόλιος ο ναός – και τι δεν πέρασε από πάνω του: Τούρκοι πασάδες, Αγγλοι λόρδοι, Γερμανοί κατακτητές και τελικά τον βρήκε και τον μπάζωσε ένας Ελλην, ο Κορρές! – πάντως κι αυτός, αποτέλεσμα διαμάχης ήταν. Μονομαχήσαν οι θεοί, Αθηνά και Ποσειδώνας, σε ποιον η πόλη θα δοθεί. Κάνει μια έτσι ο ψάρακλας, βγαίνει νερό απ’ τον βράχο. Το λες και θάμα θαμαστό! Ελα μου όμως που αυτή, που βγήκε απ’ το κεφάλι, πήρε την πόλη τελικά. Τους λάδωσε κανονικά τους Αθηναίους (αχ, λάδι θα λέμε και θα κλαίμε…), καθώς τους γέμισε ελιές. Μωρέ, άμα λαδώσει τ’ άντερο και ναούς φτιάνεις και πόλεις χαρίζεις – άλλο ιστορικό πάθημα και μάθημα αυτό.
Κληροδότημα είναι, που λες, η έρις, από τ’ αρχαία χρόνια. Ολάκερη θεά την κάμαν οι προγόνοι! Κόρη της Νυκτός ήταν, λέει, μα κι αδελφή του Αρη, και θεά της ζήλιας ήτανε, ήταν και της διχόνοιας, ήτανε και του τσακωμού και του καβγά συνάμα. Δικιά μας δηλαδή, στανταράκι. Αίμα από το αίμα μας, χτύπος απ’ την καρδιά μας! Σ’ έναν γάμο τη στείλανε και τους τα ’καμε ρόιδο. Με ένα μήλο, ρόιδο τους τα ’καμε, για να λέμε και τα σύκα σύκα.
Το πέταξε εκεί δα, και καλά τυχαία, δήθεν αμέριμνη. Κάτι που ήτανε χρυσό και άστραφτε στον ήλιο, κάτι που είχε και μήνυμα –έγραφε: «τη καλλίστη»–, το πήραν μάτι οι θεές που ήταν καλεσμένες, κι έγινε… της εταίρας! «Για μένα είναι», λέει η Αθηνά, «εγώ το είδα πρώτη!». Την πιάνει η Αφροδίτη απ’ τα μαλλιά, από κοντά κι η Ηρα, να μη σας τα πολυλογώ, ο Δίας στέλνει τον Ερμή να πάει να βρει τον Πάρη, να πει αυτός στην τελική το μήλο ποια θα πάρει. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε: στην Αφροδίτη το ’δωκε, επήρε την Ελένη, από κοντά κι οι Αχαιοί, σε πόλεμο κινήσαν… τα έχει πει ο Ομηρος, τι να τα ξαναλέω.
Μην το ψάχνεις: κάτι ανάμεσα σε πορνό και πόλεμο είν’ η ελληνική ιστορία, απ’ όπου κι αν την πιάσεις.
Τώρα, πώς τα θεϊκά χαΐρια τα ζηλέψαν οι ανθρώποι, δεν ξέρω. Λες κι άλλη δουλειά δεν είχαμε, να γίνουμε θεοί μάς μάρανε. Πάντως, σαν και δαύτους, έχουμε αποπτύσει πάντα χαλινόν κι ούτε για φτύσιμο δεν είμαστε πλέον. Από τη μια μας φταίει η Δεξιά, που σάρωσε τη χώρα, από την άλλη εκεί γυρνάμε ξανά και ξανά, μην και χάσει η Βενετιά βελόνι! Διαλέξαμε και δερβέναγα, που στέλνει κάτι όπλα την ίδια στιγμή που μιλάει για ειρήνη, ενώ οι δικοί του κομματικοί και ιδεολογικοί προγόνοι φυλακίζαν, σκοτώναν και βασανίζαν όποιον για ειρήνη μίλαγε. Αλλά τα ’χει πει ήδη ο Υπέρτατος: ποιος θυμάται μωρέ τον Λαμπράκη; Πόσο μάλλον,τον Νικηφορίδη, που το 1951 τον εκτέλεσαν επειδή «επιδίωξε εφαρμογή ανατρεπτικών ιδεών διά της συλλογής υπογραφών διά την ειρήνη!».
Δεν ξέρω αν είμαστε παθιασμένος λαός. Μπερδεμένος είμαστε σίγουρα.
Κι εγώ τώρα, τι θες να ευχηθώ; Καλά ξεμπερδέματα;