εφσυν / 05.04.2022, 16:00
Μαριάννα Τζιαντζή
Στο εμβληματικό βιβλίο του Βασίλι Γκρόσμαν «Ζωή και πεπρωμένο» συναντάμε μια εικόνα που συμπυκνώνει αυτό που λέμε «λαϊκός πολιτισμός». Βρισκόμαστε στο Στάλινγκραντ το 1943. Η πολιορκία έχει λήξει, ο στρατάρχης Φον Πάουλους έχει παραδοθεί και περίπου 90.000 Γερμανοί στρατιώτες της 6ης Στρατιάς πιάνονται αιχμάλωτοι. Πολλοί κάτοικοι περικυκλώνουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους που βγαίνουν από τα χαλάσματα πεινασμένοι, ταλαιπωρημένοι, τρομοκρατημένοι.
Ανάμεσα στο πλήθος που βρίζει και καταριέται τον ηττημένο εχθρό και μια γριούλα. Δεν ξέρουμε τι τίμημα έχει πληρώσει, πόσα αγαπημένα πρόσωπα έχει χάσει. Ξέρουμε όμως ότι βαστά μια πέτρα κι ετοιμάζεται να την εκσφενδονίσει ενάντια σε έναν νεαρό Γερμανό στρατιώτη. Ομως αντί για πέτρα, την τελευταία στιγμή τού πετά ένα κομμάτι ψωμί που είχε στην τσέπη της κι ύστερα λέει στον εαυτό της: «Αχ, βρε Μαρούσκα, βλάκας ήσουνα μια ζωή». Δεν νιώθει περήφανη για την ανθρωπιά της που εκείνη τη στιγμή ίσως μοιάζει με αδυναμία.
Η εικόνα αυτή ήρθε στον νου μου όταν έμαθα για τη θύελλα των διαμαρτυριών που ξεσήκωσε «το νερό της Ρούλας». Η γνωστή Ρούλα, την πρώτη μέρα της κράτησής της, ζήτησε να της πάνε εμφιαλωμένο νερό. Μάλιστα, μια φωτογραφία δείχνει την αδελφή της έξω από το κτίριο της ΓΑΔΑ να κουβαλά μια συσκευασία με μια ντουζίνα πλαστικά μπουκάλια με νερό. Δεν έχει σημασία αν τα νερά αυτά έφτασαν στον προορισμό τους ή αν η κρατούμενη αρκέστηκε στο νερό της βρύσης, όπως γράφτηκε. Σημασία έχει το μίσος που ξεχύθηκε στο Διαδίκτυο. «Οχι και νερό για τη φόνισσα!», «Φαρμάκι να της δώσετε, να κορακιάσει». «Τα αγγελούδια δεν θα ξαναπιούν νερό». Και οι αυτόκλητοι δικαστές (και πρόθυμοι βασανιστές) δεν είναι λίγοι. Τίποτα δεν δικαιολογεί τον φόνο (ή τους φόνους) αλλά και τίποτα δεν δικαιολογεί τη βαρβαρότητα.