efsyn.gr / 19/06/22
Νόρα Ράλλη
Πήγε, λέει, άπατη. Ε και; Εχασε η Βενετιά βελόνι; Μην ίδρωσε τ’ αυτάκι του; Μην άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη βράκα του αλλιώς; Ούτε καν. Το μηδέν. Σχεδόν, δηλαδή, σαν την τηλεθέαση που έπιασε. Αυτή, η συνέντευξη του Μητσοτάρχα στην ΕΡΤ. Αυτή, που έκλεισε και πάλι κυβέρνηση της Ν.Δ.. Στην οποία είπε… κι αν είπε, κι αν δεν είπε, ποιος νοιάζεται; Οσοι τον άκουσαν, σιγά που, και όσοι δεν τον άκουσαν, σιγά που θα.
Το τι λέει ο Μητσοτάρχας και οι σειναμενοκουνάμενοι μέσα κι όξω απ’ την κυβέρνησή του έχουν μεν τη σημασία τους, είναι άνευ ουσίας δε. Πόσο ακόμα θα μηρυκάζουμε το τι γίνεται με την ακρίβεια και το τι λέει ο κάθε ένας από δαύτους για τα καύσιμα; Ή το τι δεν συμβαίνει με τον πολιτισμό; Ή την παιδεία; Ή την υγεία; Τα εργασιακά; Την εξωτερική πολιτική; Ή μήπως την εσωτερική καθημερινότητα; Ακούστηκε: «η βενζίνη είναι ακριβή, γιατί μόνο οι παμπλουταίοι βάζουν βενζίνη». Και; Το ρεύμα έχει φτάσει στον Θεό κι ακόμα παραπέρα (βασικά βλέπει τον Θεό και τον χαιρετάει χαιρέκακα από μακριά), για να φτιάχνει βίλες (όχι βίλες, βιλάρες!) και να παίρνει μπόνους (όχι μπόνους, μπονουσάρες) ο κάθε τυχαρπαστίδης. Και; Δεν έχω ακούσει ποτέ, από κανέναν (απολύτως κανέναν όμως!) πως το ρεύμα θα έπρεπε να είναι δωρεάν. Ναι, δωρεάν. Γιατί είναι δημόσιο αγαθό. Δη-μό-σι-ο. Και γιατί είναι αδιανόητο, τον 21ο αιώνα, να μην μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς ο κάθε πολίτης, για ν’ αυγατίζει η τσέπη του κάθε νεοδημοκρατίδη.
Αυτήν ακριβώς τη συζήτηση είχα με έναν οδηγό ταξί τις προάλλες. Αργά τελείωσα τη δουλειά, αργά βγήκα να δω τη φίλη μου, αργά μας πήρε η ώρα, έκλεισε το μετρό, τρέχα τώρα να πληρώνεις διπλοτάριφο. Χαλάλι η φίλη, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Ο ταξιτζής, μιας κάποιας ηλικίας και καρδιοπαθής. Και μόνο ότι αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να δουλεύει νύχτα στο ταξί φανέρωνε πόσο ανάγκη είχε. Τη συζήτηση την άνοιξε ο ίδιος (μα με τη μυρωδιά με παίρνουν χαμπάρι;). Μην τα πολυλογώ, τα χίλια μύρια κακά είχε να πει για τον Μητσοτάρχα, αλλά (γιατί σε μένα όμως;) Μητσοτάρχα θα ψηφίσει πάλι, γιατί όλοι τα ίδια είναι!
Τι να του πω τώρα εγώ, με λες; Που του ήρθε μπουγιουρντί ΔΕΗ 8.000 ευρώ (!), αλλά δεν θα τα πληρώσει λέει, γιατί έτσι, και ας του το κόψουν κι ας έχει κι άλλον άρρωστο άνθρωπο στο σπίτι. «Καθένας για τον εαυτό του» – έτσι μου είπε!… Καθένας για τον εαυτό του…
Η Καλλιόπη ήταν μόλις 25 χρόνων. Ηταν η μικρότερη αδερφή της μητέρας. Ο πατέρας αντάρτης, αναγκάστηκε να μείνει κλεισμένος για 13 ολόκληρους μήνες μέσα στον φούρνο της μπαρμπα-Γιώργαινας. Ετσι τη φώναζαν, ένα σπιτάκι είχε κι έναν φούρνο ηπειρώτικο δίπλα, που έψηνε ψωμί. Εκεί κρύφτηκε ο πατέρας, για να μην τον πιάσουν οι ΜΑΫδες, οι ταγματαλήτες. Επειδή ήταν αντάρτης. Κομμουνιστής. Αριστερός. Να τρελαθεί κόντεψε, μετά ένα χρόνο βγήκε και στις 17 Αυγούστου του ’47, μαζί με την Καλλιόπη, πήραν τον δρόμο για τον Γράμμο. Να ξαναπολεμήσουν. Η Καλλιόπη σκοτώθηκε το ’49, λίγο πριν από την τελική μάχη. Ηταν μόλις 25 χρόνων… Καθένας για τον εαυτό του;
Η μητέρα, μαζί με τις δυο μικρές της κόρες και τον παππού, για να γλιτώσουν τη σφαγή, άφησαν το σπίτι στο χωριό και κρύφτηκαν σ’ ένα νησάκι τόσο δα, ανάμεσα στις όχθες του ποταμού Καλεντινιώτη, στην Ηπειρο. Τρία ολόκληρα χρόνια έμειναν εκεί, απ’ το ’47 ώς το ’49. Δίχως τίποτα. Μια γελάδα είχε πάρει μαζί ο παππούς, σε μια παράγκα έμεναν. «Και τι κάνατε βρε Λαοκρατία μου, μικρά παιδιά, τόσα χρόνια μόνα σας;». «Στα δέντρα μιλάγαμε, γράμματα στο χώμα μάθαμε με τον παππού, Αστρονομία, Μαθηματικά, Βιολογία». Βιολόγος διεθνούς κύρους έγινε η Λαοκρατία. Και σπουδαία αγωνίστρια. Σπουδαία. Μέχρι και τον Τσε συνάντησε. Και σήμερα γιορτάζει.
Μαζί της γιορτάζουμε κι εμείς. Κανένας για τον εαυτό του. Ολοι για τη Λαοκρατία!
Με το «Λ» πάντα κεφαλαίο.