efsyn.gr / 10/07/22
Νόρα Ράλλη
Ηταν η πρώτη μου φορά. Προχθές. Οχι ότι δεν τους έχω ξαναματαπετύχει, απλά δεν έτυχε να με σταματήσουν. Αυτή τη φορά με σταμάτησαν. Οι ελεγκτές, στο μετρό της Αθήνας. Είχα την κάρτα μου, την έδειξα, τέλος. Δευτερόλεπτα κράτησε το «ευχαριστώ-παρακαλώ». Κι όμως…
Στο στομάχι μού κάθισε. Λες κι έφαγα (εγώ, που δεν τρώω ούτε αλάτι, μήτε κρέας) παστουρμαδόπιτα με έξτρα παστουρμά και στα καπάκια ρέγκα παστή. Ενα αλμυρό, σαδιστικό αίσθημα αναγούλας ξεκινούσε από το στομάχι κι έφτανε στον εγκέφαλο. Ημουν… κανονική. Απ’ αυτούς με την καρτούλα τους, που μπαινοβγαίνουν δίχως φόβο στο μετρό. Βέβαια, κανονική κανονικά δεν είμαι. Ταξί παίρνουν οι κανονικοκανονικοί ή έχουν δικό τους οδηγό. Ακόμη, όμως και ως πλεμπαία, ανήκα στην ανώτερη πλεμπική τάξη. Δεν ήμουν μετανάστης ή πολύ χαμηλά αμειβόμενος εργαζόμενος ή κανονικά αμειβόμενος (με μισθό που δεν φτάνει πλέον ούτε για «ζήτω») ή νεόφτωχος (νέος και φτωχός). Μπορούσα και είχα κάρτα.
Για χρόνια δεν είχα. Ημουν στην ανεργία για λίγο και μετά πληρωνόμουν ελάχιστα. Εξ ου και λαθρεπιβάτισσα η δικιά σου. Οχι για κάρτα, ούτε για το εισιτήριο δεν είχα. Δεν ήταν ευχάριστο. Ειδικά όταν σε σταματούσαν. Μα τα μέσα μαζικής μεταφοράς θα πρέπει να είναι δωρέαν – αυτή μου η πεποίθηση έδιωχνε την ντροπή. Τώρα, όμως, ντράπηκα.
Ντράπηκα και σαν βγήκα απ’ το μετρό και περπάτησα στη Σταδίου. Διάολε τους τσίγκους μου! Τα ίδια και στην Ακαδημίας – μα τι κάνει αυτός ο ασήμαντος που έγινε δημαρχέσος, επειδή είναι Το Ανίψι! Κωστής η Τσιμεντοτσιγκώστρα την είδε; Παντού τσιμέντο και τσίγκοι!
Δανεική είν’ η λέξη, απ’ τους Ιταλούς. Που την πήραν απ’ τους Γάλλους, που την πήραν απ’ τους Γερμανούς (ως γερμανικό φύλο κι αυτοί – μην κοιτάς που δεν θέλουν να τους βλέπουν). Τσίγκος, στα ελληνικά, επαναστατικά είναι η λαμαρίνα – αυτή που όλα τα σβήνει. Επιστημονικά, είναι ο ψευδάργυρος.
Μέταλλο απαραίτητο διά τον οργανισμόν ο ψευδάργυρος! Είναι μάλιστα το δεύτερο, μετά τον σίδηρο, που πρέπει να ρέει εις αφθονίαν μέσα μας, για να λειτουργούν καλά τα μέσα και τα όξω μας: μάτια, μαλλιά, νύχια, ανοσοποιητικό, νευροφυτικό. Απαραίτητος κυρίως είναι για τη γνωσιακή λειτουργία. Κοινώς, για να μπορούμε ν’ απαντάμε καταφατικά στη διαχρονικά ακαδημαϊκή ερώτηση «γκε γκε;».
Πολύτιμος για τη ζωή μεν ο ψευδάργυρος, μα άργυρος δεν είναι. Βλέπεις ο δεύτερος είναι πολύτιμο μέταλλο, ενώ ο πρώτος απλός τσίγκος. Δεν ξέρω για την οικονομία της φύσης, αλλά για την ανθρωπινή, αυτά μετράνε μόνο. Μάλιστα η λέξη «άργυρος» προέρχεται από την αρχαιοελληνική «αργός», που δεν σημαίνει αυτό που νομίζεις: λαμπερός, λευκός και ταχύς σημαίνει! Ο,τι χρειάζεται, δηλαδή, για να γίνεις τιτανοστέλεχος μεγαλοεταιρείας (βλέπε Στάση ΔΕΗ – Γιώργο Στάση) ή κυβέρνησης (βλέπε τ’ άλλο ανίψι Μητσοτάρχα και γ.γ. πρωθυπουργικού γραφείου, Γρηγόρη Δημητριάδη). Ενώ αν είσαι ψευδ-άργυρος, το πολύ πολύ να γίνεις οροφή για καμιά χαμοκέλα… Ή εικόνα ντροπής ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.
Τώρα, πώς τα έχουμε καταφέρει έτσι σ’ αυτή τη χώρα, είτε ως καρτοϊδιοκτήτες είτε ως λαθρεπιβάτες, και μπερδεύουμε τις λαμαρίνες με τα πολύτιμα μέταλλα, τον Σούτσο με τον μούτσο και τα μέγαρα με τις χαμοκέλες, μήτε και μπορώ να το καταλάβω. Σκάνδαλα έχει κάνει, δημόσιο χρήμα έχει διαφεντέψει (κατά το δοκούν και υπέρ ημετέρων εαυτών ή σαν κι αυτόν), τα πάντα έχει καταστρέψει, αλλά εμείς εκεί: να χαμογελάμε με το χαμόγελό του, να λιγώνουμε με το στέρνο του, να μεγαλοποιούμαστε με τη μεγαλειότητά του.
Που γέλαγε (γέλαγε ρε!) μπροστά σε άδειο Ευρωκοινοβούλιο (πέντε νοματαίοι ήσαν μονάχα κι αυτοί εναντίον του, κι ας ήταν δεξιοί), ενώ διακήρυττε την ελευθεροτυπία στη χώρα, λέγοντας πως εφημερίδες και κανάλια και ραδιόφωνα είναι εναντίον του (!). Καλά, τους δολοφονημένους (μεταφορικά και κυριολεκτικά) δημοσιογράφους δεν τους σεβάστηκε, τον θεσμό του Ευρωκοινοβουλίου δεν τον σεβάστηκε, ούτε τον Μαρινάκη σεβάστηκε; Ενεκα όμως, που εν τέλει έχει το ακροατήριό του…
Το να νομίζεις ότι φοράς χρυσό βρακί ενώ έχει κολλήσει πάνω σου το τσίγκινο σώβρακο, είναι μια παραδοξότης. Το να το φχαριστιέσαι, όμως, κιόλας, είναι απλά ηλιθιότης.