12:29 | 18 Αυγ. 2022Τελευταία ανανέωση 19:10 | 18 Αυγ. 2022
Γιάννης Σιδηρόπουλος
Τα τρία μετάλλια που κατέκτησε η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου είναι τρεις προσωπικές ιστορίες τεράστιας επιτυχίας και προσπάθειας, που όμως δεν εκφράζουν και δεν εκπροσωπούν σε τίποτε τη σύγχρονη Ελλάδα, παρά μόνο την προσωπική διάκριση των πρωταγωνιστών.
Αυτό που ίπταται πάνω από τα αγωνιστικά τους επιτεύγματα είναι η προσωπικότητά τους. Γιατί, γενικότερα οι αθλητές των ελληνικών διακρίσεων τα τελευταία χρόνια -μετά το τέλος μιας δηλητηριασμένης εποχής του ελληνικού αθλητισμού και της ίδιας της κοινωνίας- δεν επαίρονται με τις γροθιές τους ψηλά, δεν είναι υπερόπτες, δεν φιλοσοφούν για την ανωτερότητα του ελληνικού DNA (!), δεν προσπαθούν να γίνουν δημόσιοι “παράγοντες”, δεν περιμένουν αντιπαροχές, δεν τους απασχολούν οι φωτογραφίες με γελοίους υφυπουργούς που ανάγονται στο παρελθόν του ανθρώπινου είδους.
Ο Μίλτος Τεντόγλου, παραμένει χαλαρός, ειλικρινής, αφοσιωμένος, δεν μεγαλοποιεί τις επιτυχίες και δεν ψάχνει δικαιολογίες αν κάτι δεν πάει καλά, παρά επιστρέφει στην προπόνησή του και βελτιώνεται. Ένας αθλητής που πήρε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην τελευταία προσπάθεια και έχασε παγκόσμιο χρυσό με τον ίδιο τρόπο, πήρε το ευρωπαϊκό χρυσό με τρία άλματα και μισό μέτρο πάνω από τους άλλους αθλητές! Είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τη φύση του αθλητισμού αλλά και της κοινωνίας, εντυπωσιάζοντας κάθε φορά με τις δηλώσεις του. Παρότι νεαρός, είναι ένας αφοπλιστικά προσγειωμένος και σεμνός αθλητής, αν και ο κατά τεκμήριο κορυφαίος του κόσμου στο μήκος.
Η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη, η κοπέλα με τη λιγότερη δημοσιότητα μέχρι σήμερα, κατέκτησε το χρυσό στα 35 χλμ βάδην, ανεβάζοντας σκαλί-σκαλί τις επιδόσεις της σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις τα τελευταία χρόνια με εντυπωσιακή σταθερότητα. Ότι το πέτυχε σε ηλικία 38 ετών ενώ η Ολυμπιακή Επιτροπή προσπάθησε να την “αδειάσει” εξαιτίας της ηλικίας της, λέει πολλά. Ότι είναι αθλήτρια τόσο υψηλού επιπέδου ενώ ταυτόχρονα πρέπει να βιοποριστεί -ανάμεσα στις προπονήσεις της- δουλεύοντας στην οικογενειακή ταβέρνα της επαρχιακής πόλης της, κάνει το επίτευγμά της μυθικό και όλους εμάς να μοιάζουμε τόσο μικροί.
Η Κατερίνα Στεφανίδη, με το τέταρτο συνεχόμενο μετάλλιό της σε Ευρωπαϊκούς Αγώνες, μάλλον έδωσε τη δική της αγωνιστική απάντηση και υπενθύμισε ότι η εντυπωσιακή της καριέρα κινείται σχεδόν σε “σε ευθεία γραμμή” για πολλά χρόνια, παραμένοντας η σταθερή αξία του επί κοντώ παγκοσμίως. Αλλά πέρα από το αγωνιστικό, ο χαρακτήρας ενός αθλητή που χάνει το χρυσό και συνεχίζει να εμψυχώνει την αθλήτρια που συνεχίζει στα επόμενα ύψη, που ενδιαφέρεται για τις συναθλήτριές της, που χειροκτροτεί την πρώτη και χαμογελά ευτυχισμένη στο δεύτερο σκαλί, είναι που την κάνει μοναδική. Είναι η αθλήτρια που υποστήριζε με θέρμη το κοινό στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου γιατί αποτελεί το σημείο αναφοράς του αγωνίσματος.
Όλες αυτές οι αθλητικές κουλτούρες, οι προσωπικότητες, οι συμπεριφορές, το αυθεντικό χαμόγελο, η ηθική συγκρότηση και η διανοητική ανωτερότητα πίσω από τα τρία μετάλια, που φαινομενικά εκπροσωπούν την Ελλάδα, δεν έχουν καμία σχέση με τη μίζερη χώρα: Με το μέσο Έλληνα, με τη μέση συμπεριφορά, με το δημόσιο λόγο, με τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, με τους θεσμούς της, με τα ΜΜΕ που ευτελίζουν ακόμη και τις επιτυχίες τους με βαρετά κλισέ, πόσο μάλλον με την πολιτική τάξη που παπαρολογεί θλιβερά για τα “αθλητικά ιδεώδη” αλλά ανέχεται ακόμη και το ρατσισμό απέναντι σε τεράστιους αθλητές.
Aλλά δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζουν τον ελληνικό αθλητισμό, έστω και ιδωμένο ξέχωρα από τη γενικότερα εικόνα της χώρας, καθώς αυτός κυριαρχείται από άθλιες διοικήσεις, κακές συνθήκες, μηδενικό προγραμματισμό, παραγοντισμούς ως και υποκοσμιακές συμπεριφορές που πνίγουν κάθε υγιή δύναμη και συντελούν δραστικά στο γεγονός ότι η χώρα δεν διαθέτει αθλητική κουλτούρα.
Η Στεφανίδη, ο Τεντόγλου και η Ντρισμπιώτη πανηγυρίζουν με την ελληνική σημαία στους ώμους τους, δακρύζουν και χαμογελούν αλλά δεν εκπροσωπούν τη σημερινή Ελλάδα. Εκφράζουν τη δική τους μεγάλη και προσωπική υπέρβαση.