δδμανιάς, 31/1/2023
Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!
(Μενέλαος Λουντέμης,
απόσπασμα από το ποίημα
«Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο»)
Ο Μενέλαος Λουντέμης θα αφιερώσει ένα ποίημα σ’ αυτά τα αγέρωχα αγριοπούλια που φτάνουν σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου μεσ’ στην καρδιά του χειμώνα:
Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο
Απ’ τ’ ακρωτήρι που κυττάει προς τα πελάγη
μες’ σ’ ένα σύννεφο απ’ αμμόσκονη και φως,
Με τ’ ανοιξιάτικου πρωινού τις ηλιαχτίνες
κινούνε, κι έρχονται, και φτάνουνε, καθώς
-σμήνος χαρμόσυνο- οι μικρές μας χρυσαϊτίνες.
Ξαναγυρνούν οι ουρανοί οι λησμονημένοι…
Μεθυστικός δονεί στα στέρνα μας σεισμός.
Στ’ ακροθαλάσσι μας φτεροκοπούν αλκυόνες
Περνάει φλογάτη μια βραγιά από ανεμώνες,
που τις μαστίγωσε ο χιονιάς, κι’ ο φασισμός.
Καλωσορίσατε. Σα φύλλα από βιολέττες,
τα λόγια αυτά από τα τραγούδια μου μαδώ,
καθώς ο μπάτης το μαντήλι μου φουσκώνει
Πάω να σας δείξω ουρανό –και δείχνω σκόνη…
Δεν έχουμε άλλο τίποτα εδώ.
Περνάει η γυναίκα, -η Ανδρομάχη η Ηγερία…
Περνάει μαζί της η φωτιά κα το νερό.
Μα οι ραβδισμοί βαρειά τα γόνατα λυγάνε.
Ά! Τη γυναίκα, που δεν πρέπει να τη χτυπάνε
ούτε και με της μύγας το φτερό.
Πρώτη περνά –παραμερίστε να διαβεί-
Περνάει πικρή, βαλαντωμένη, η νέα μητέρα.
Μικρή τρυγόνα, δίχως ταίρι και φωλιά.
Η αυγουστιάτικη περνάει μοσκοβολιά,
της νέας μας θρησκείας η πλατυτέρα.
Περνάει η Μάνα –γονατίστε- η μαύρη Μάνα-
Στήθος κλειστό σαν ιερό εκκλησιάς βουβής.
Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της,
τα Σκοπευτήρια που ματώσαν τα όνειρά της,
καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής.
Περνούν οι ωραίες –ωραίες όλες, ως τη μια:
Τα έκθαμβα μάτια, τ’ ανυπόμονα τα χείλη..
Περνάει η νέα Ελληνίδα η ανθοστήλη.
Όλες ωραίες –ωραίες όλες- ως τη μια.
Για να περάσουνε πετούμε τις πληγές μας-
γιασεμιά…
Λεύκες ολόρθες που εθροούσατε μακρυά μας
τρεις αργοκίνητους αιώνες, τρεις χρονιές.
Σήμερα θύελλα, αύριο πείνα –οι παγωνιές.
Ζούσατε κάτω απ’ τη βροχή κι’ απ’ τη στοργή μας
(μια βαρβαρότητα όλη η μέρα σας ωμή)
Με λίγα ψίχουλα από ελπίδα και ψωμί.
Ά, τα τραγούδια που θα λέαμε στη χαρά μας…
Τάπαμε κλάματα τρεις χρόνους στη σειρά,
για τα χαμένα καλοκαίρια –τα παιδιά μας,
που άφησαν βίαια τη ζωή με μια κραυγή,
και το γαρούφαλο του έρωτα απ’ το στόμα
τους το φορέσανε στο στήθος μια πληγή.
Και τα κορίτσια, τ’ ανθισμένα, ωραία, κορίτσια.
Που ακινητούν σε κοιμητήρια βραδυνά,
λιγνά φυτά, κεραυνωμένα απ’ το δρολάπι
πούφυγαν άξαφνα απ’ το πλάι σας με ένα «αχ»!…
πριν να προφτάσουν να στενάξουν απ’ αγάπη.
Μα ας τη σκορπίσουμε τη θλίψη αυτή την ώρα.
Κι ας ξεδιπλώσουμε στον ήλιο τη χαρά.
Καλωσορίσατε! Κι’ οι γάζες μας μαντήλια!
(Ά, τι γλυκά η πληγή μας τώρα που πονεί…)
Καλωσορίσατε! Ξεβράχνιασε η φωνή!
Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!
«Η 30 Ιανουαρίου 1950 είναι η μέρα του ξυλοδαρμού των εξορίστων γυναικών στο κολασμένο νησί της Μακρονήσου…» θα πει η Νίτσα Γαβριηλίδου, εξόριστη στο Μακρονήσι. «Στο ημερολόγιο, η μέρα αυτή είναι των Τριών Ιεραρχών, μα για μας τις εξόριστες, ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μας… Τις γυναίκες… τις μεταχειρίστηκαν με τον ίδιο βάναυσο τρόπο που μεταχειρίστηκαν και τους άντρες. Άλλωστε, ο Βασιλόπουλος μας το δήλωσε κατηγορηματικά μόλις φτάσαμε: «Να μην έχουμε αυταπάτες πως σαν γυναίκες θα μας σεβαστούν. Στη Μακρόνησο δεν υπάρχουν εύνοιες και διακρίσεις. Μας περιμένει αυτό που πάθαν χιλιάδες άντρες. Στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε» και με έμφαση αποτελείωνε: «Πάντως, να ξέρετε πως εδώ είναι Μακρόνησος και όποιος δεν υπογράφει πεθαίνει». Κι όπως μας το είπαν έτσι και το πραγματοποίησαν. Οι μαστόροι αυτοί της βίας και του εγκλήματος δε σεβάστηκαν ούτε ηλικιωμένες γυναίκες, ούτε άρρωστες κατάκοιτες, ούτε παιδιά και μωρομάνες. Μας πέρασαν όλες από το ίδιο κόσκινο. Καμιά μας δε θα ξεχάσει το φτερούγισμα εκείνο της ψυχής μας, όταν μας πλησίαζαν μέσα στη νύχτα οι Αλφαμίτες με τους φακούς κι αρπάζανε ανάμεσά μας, άλλες να τις πάνε στα γραφεία του Α2 για αλφάδιασμα, άλλες τις απομόνωναν σε σκηνές και τις χτυπούσαν κι άλλες τις στήναν και μπροστά μας για να βλέπουμε το βούρδουλα να πέφτει στα κορμιά τους. Το βράδυ εκείνο που αποφάσισαν να χτυπήσουν τις γυναίκες, όλες οι σκηνές των φαντάρων, όλοι οι κλωβοί των ιδιωτών, ακόμη κι οι χαράδρες, όλα είχαν βουβαθεί παντελώς. Τη νύχτα εκείνη η σκέψη του καθενός πετούσε στις γυναίκες. Ο πατέρας που είχε την κόρη του, ο γιος τη μάνα, την αδελφή του, όλων η σκέψη βρισκόταν στον κλωβό των γυναικών. Το βράδυ εκείνο της 30 Ιανουαρίου του 1950 μία μόνο σκέψη κυριαρχούσε στη Μακρόνησο: «ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΟΥΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ»