efsyn.gr, 06.03.2023, 16:00
Σπύρος Τζόκας*
Πόσες και πόσες φορές κάναμε τα ταξίδια μας με το αγαπημένο μας μέσο, το τρένο! Ετσι η φαντασία μας συνταίριαζε με την πραγματικότητα. Η ζωή έμοιαζε με τις κινηματογραφικές ταινίες. Εκείνες τις ταινίες της Αγκάθα Κρίστι, με τον Ηρακλή Πουαρό να ταξιδεύει με τα πολυτελή τρένα. Εκεί κοντά ήμασταν κι εμεις.
Στους διαδρόμους του τρένου να κάνουμε χαβαλέ, στο κυλικείο να απολαμβάνουμε τον καφέ και την προσφορά που συνήθως ήταν το κρουασάν και ύστερα να ρίχνουμε και κανέναν υπνάκο, έτσι, στη ζούλα, για να είμαστε και ξεκούραστοι όταν φτάσουμε. Το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο, λέγαμε, αλλά και πιο μουράτο και κυρίως φτηνό. Στο Λειανοκλάδι χτυπάγαμε και κανένα σουβλάκι, έτσι για να στανιάρουμε. Νέοι ήμασταν τότε. Είχαμε καλές σχέσεις με τον χρόνο.
Νέοι ήταν και τώρα· παιδιά. Εκαναν όνειρα, όπως κι εμείς τότε. Από γλέντι γυρνούσαν. Γεμάτοι ζωή. Παντού, στις διαδηλώσεις, στις συγκρούσεις, στα ξενύχτια, στις παρέες. Τώρα οι αναμνήσεις, οι αναστοχασμοί –χρήσιμοι ή όχι– αγγίζουν τα όρια της ασημαντότητας. Η θλιβερή εικόνα δίπλα από το σκοτεινό τούνελ και η αγωνία μάς σημάδεψαν. Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα – Σαλονίκη… Και τώρα ξεμείναμε. Πολλά άλλαξαν. Η ζωή έγινε αγοραίο είδος. Οι αμαρτωλές ηγεσίες έδειξαν τη γύμνια τους, το σώβρακο κατέβηκε μέχρι τα γόνατα κι έπεσε μόνο του. Το κεφάλαιο μπροστά και αυτές από πίσω κατά πόδας.
Δεν μιλάμε. Μια απέραντη σιωπή που φωνάζει δυνατά. Μια σιωπή που κραυγάζει για την ψυχή μας, που νομίσαμε πως την κάναμε σημαία της Γης. Για τον κόσμο που δεν χώρεσε στο όνειρό μας. Για την ανατροπή που ξεκινήσαμε και ξεμείναμε. Για την ήττα που δεν υπογράψαμε παρά τις πιέσεις που δεχτήκαμε. Για την παρέα που δεν προδώσαμε. Για την κόκκινη σημαία που υψώσαμε ΠΑΛΙ. Για το στεφάνι που καταθέσαμε. Για τις νύχτες που αγκαλιάσαμε. Για τις ταβέρνες που μιλήσαμε. Για τις σφαλιάρες που φάγαμε. Για τις αγωνίες που περάσαμε. Κυρίως όμως και για το ταξίδι που δεν έγινε. Για τα συντρίμμια που μας το θυμίζουν…
Η θλιβερή εικόνα δίπλα από το σκοτεινό τούνελ. Και η μάνα να περιμένει. Κουράστηκε. Επρεπε να γυρίσει σπίτι. Τι να κάνει εκεί; Τίποτα δεν είχε. Κοίταξε ψηλά την ουράνια βασίλισσα. Κόκκινο, χάρτινο φεγγάρι. Απομακρυνόταν σιγά σιγά. Το μόνο που έβλεπε ήταν το χρώμα του ουρανού, που γινόταν όλο και πιο σκούρο, βαθαίνοντας και το χρώμα του νερού, και τον ορίζοντα πίσω από τα βουνά να φεγγίζει, λες και πίσω από αυτά τα κοντινά ορεινά κρυβόταν ο ήλιος. Ψευδαίσθηση· η δύση ήταν πίσω. Ο κόσμος της έδυσε.
Ετσι κι αλλιώς όλα πουλιούνται και αγοράζονται στις μέρες μας. Και ο άνθρωπος ένα εμπόρευμα είναι. Ο Μπρεχτ στην «Μπαλάντα του έμπορα» το λέει:
Τι είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος
πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
ποιος να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα.
*Πανεπιστημιακός – συγγραφέας