efsyn.gr, 10.03.2023, 16:00
Αυτή η εικόνα από το χθεσινό υπουργικό συμβούλιο με τα μέλη της κυβέρνησης να είναι απογοητευμένα, συνοφρυωμένα και να μη σηκώνουν κεφάλι από το τραπέζι, μου θύμισε μια φορά, πριν από χρόνια, όταν με μια παρέα είχαμε κανονίσει να πάμε σε μια ταβέρνα που φημιζόταν για το μοσχαράκι γιούλμπασι. Κιμπάρικη συνταγή, μερακλίδικη. Σηκωνόμαστε, πάμε, μπόλικη η κίνηση, αρκετή η ταλαιπωρία, στο τέλος φτάνουμε, βρίσκουμε με τα χίλια ζόρια τραπέζι και μαθαίνουμε το φρικτό νέο. Γιούλμπασι γιοκ. Είχε τελειώσει.
Χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μας. Σε όλο τον δρόμο αναπολούσαμε τη γεύση του, την αίσθηση του τρυφερού κρέατος σαν έλιωνε στο στόμα και μας τρέχανε τα σάλια. Είχαμε συμφωνήσει μάλιστα να μην πάρουμε πολλά, πολλά από τα συνήθη παρελκόμενα, ώστε να μη φουσκώσουμε και στερήσουμε στους εαυτούς μας αυτή την εξαίσια απόλαυση. «Επρεπε να μας ειδοποιήσετε, να κρατήσουμε μερίδες», είπε το γκαρσόνι. «Τα ‘λεγα εγώ αλλά κανείς δεν με άκουγε», ακούστηκε κάποιος από την παρέα. «Κι αφού τα έλεγες, γιατί δεν πήρες τηλέφωνο να κανονίσεις;», ρώτησε κάποιος άλλος χωρίς να πάρει απάντηση. Εν τω μεταξύ, παρά το γεγονός ότι τα στομάχια μας έπαιζαν ταμπούρλο, η θλιβερή είδηση πως δεν απολαμβάναμε τη σπεσιαλιτέ του καταστήματος έμοιαζε να θεριεύει μέσα μας και να μας κόβει σιγά σιγά την όρεξη.
«Εχουμε ωραίες μπριζόλες. Και τα μπιφτέκια τα κάνουμε πολύ καλά», συμπλήρωσε το γκαρσόνι θέλοντας να μας ανεβάσει το ηθικό και επιτέλους να μας κάνει να παραγγείλουμε καθώς περίμεναν και άλλοι τη σειρά τους. «Τι μπιφτέκια τώρα… τα τρώμε και σπίτι μας», μονολόγησε ο διπλανός μου. «Ολοι φταίμε», είπα, παίρνοντας τον λόγο για πρώτη φορά. Και άρχισα να παραγγέλνω. Μετά τους πρώτους μεζέδες και ένα-δυο ποτήρια κρασί η κατήφεια της παρέας είχε εξαφανιστεί.
Στο υπουργικό συμβούλιο πάλι, δεν ξέρω τι απέγινε.