
efsyn.gr, 18/4/2023
πάνος κοσμάς
Από έκθεση σε έκθεση, η ένταση των κλαυθμών και οιμωγών των καπιταλιστικών οργανισμών, από το ΔΝΤ έως την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ)), αυξάνεται: ο κόσμος μας κινδυνεύει από τις κοινωνικές ανισότητες.
Με μια διάθεση ευτελούς θυμοσοφίας, θα λέγαμε ότι στον άδικο τούτο κόσμο οι ανισότητες δεν έλειψαν ποτέ. Ούτε οι «λαμπρές» ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να θεραπευτούν. Και υπάρχουν εδώ δύο σχολές: Πρώτα η σχολή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού: Κατά τα πρότυπα του αγγλικού νόμου του 18ου αιώνα για τους παρίες, τα θύματα της ανισότητας πρέπει να τιμωρούνται σκληρά και να μην τους επιτρέπεται να περιφέρουν την ακραία τους ένδεια σε δημόσια θέα (ως άστεγοι, επαίτες) ή να φουσκώνουν την… παραοικονομία της παραβατικότητας, της πορνείας κ.λπ.
Υπάρχει όμως και η σχολή της φιλανθρωπίας, που στη σύγχρονη εκδοχή της είναι κρατική φιλανθρωπία: κρατική στήριξη στα θύματα της ακραίας ανισότητας. Το γνωστό μας Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) αποτελεί υλοποίηση αυτής της πολιτικής.
Ομως η έννοια «ανισότητες» είναι παραπλανητική: όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί «δείχνει» σαν πρόβλημα την πιο ακραία από τις συνέπειες του προβλήματος. Για να κυριαρχήσει ως έννοια, έπρεπε να αποσυρθεί από την ευρεία χρήση η έννοια «εκμετάλλευση».
Μεγάλη χορηγός αυτής της αντικατάστασης ήταν η σοσιαλδημοκρατία, που ύστερα από τον ιστορικό της συμβιβασμό με τον νεοφιλελευθερισμό δεν ήθελε -ευλόγως- το κέντρο της δημόσιας συζήτησης να είναι πώς κατανέμεται το παραγόμενο προϊόν ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Και δεν είναι τυχαίο που το οικονομικό μέγεθος το οποίο αποδίδει ακριβώς αυτή την κατανομή του προϊόντος, το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν, που είναι ένας δείκτης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας συνολικά, είναι στα αζήτητα όλων ανεξαιρέτως των οικονομικών εκθέσεων…
Και τι αποκαλύπτει; Οτι η διευρυνόμενη ανισοκατανομή του προϊόντος ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία συνολικά, παράγει διαρκώς όλο και πιο ακραίες «ταχύτητες» φτώχειας και κοινωνικής δυστυχίας. Η εκμετάλλευση ευθύνεται για τις ανισότητες και όχι οι «αθεράπευτες αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης» – κι εκεί πρέπει να ξαναγυρίσει η δημόσια συζήτηση…