efsyn.gr 24.05.2023, 13:01
Το μοντέλο Μητσοτάκη δεν είναι μακριά από το εφιαλτικό «1984» του Τζορτζ Οργουελ ● Οπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η παραδοσιακή συντηρητική παράταξη μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό μεταφασιστικό πολιτικό ρεύμα, που εξακολουθεί να στηρίζεται στο μεγάλο κεφάλαιο και διεκδικεί την απόλυτη εξουσία.
Παρά την πρωτοφανή έκτασή της, η εκλογική επικράτηση της Ν.Δ. και η κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ’πρεπε να μας ξαφνιάσει. Ο λόγος είναι ότι, όσο κι αν δεν το παραδέχεται καμιά από τις βασικές αντιμαχόμενες κομματικές δυνάμεις, η χώρα μας δεν έχει κατορθώσει να μπει σε κανενός είδους «πολιτική κανονικότητα». Εξακολουθούμε να ζούμε σε συνθήκες ειδικού τύπου, εξίσου έκτακτες με εκείνες που μας οδήγησαν στον «σεισμό», όπως χαρακτήρισε τις εκλογές του 2012 ο αξέχαστος Ηλίας Νικολακόπουλος.
Μπορεί η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να κατόρθωσε να βγάλει τη χώρα από τον μνημονιακό έλεγχο το 2018, αλλά οι συνθήκες που οδήγησαν στις εκλογές του 2019 έφεραν μια βαριά σφραγίδα: την επιστροφή των πιο συντηρητικών (έως και ακροδεξιών) ανακλαστικών μεγάλων κοινωνικών ομάδων, με πιο χαρακτηριστική την εθνικιστική φρενίτιδα γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Οι «έκτακτες» συνθήκες
Δεν δόθηκε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν από την πρώτη στιγμή προετοιμασμένος για μια μεγάλη τομή στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, μέσα σ’ αυτές τις έκτακτες συνθήκες. Από τη μέρα που μπήκε στο Μέγαρο Μαξίμου, είχε έτοιμο το σχήμα των έμπιστων ανθρώπων του, στους οποίους ανέθεσε το καθήκον να εκπροσωπήσουν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία με τη σειρά τους θα του εξασφάλιζαν την κυριαρχία στα μέσα ενημέρωσης και, κυρίως, θα του απέδιδαν τρόπους να εξασφαλίσει την ηγεμονία στα μεσοστρώματα, κάνοντας χρήση κάθε μέσου.
Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής ηγεμονίας ανέλυσε στο χθεσινό του άρθρο ο Πάνος Κοσμάς («Το μπλοκ των “ικανοποιημένων” και η… απιστία της μεσαίας τάξης», «Εφ.Συν.», 23.5.2023). Αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτό το έργο δεν θα μπορούσε να έρθει τόσο εύκολα σε πέρας, αν δεν προσφέρονταν στον κ. Μητσοτάκη οι ευκαιρίες κάποιων «εθνικών κρίσεων», τις οποίες χειρίστηκε ο ίδιος και η στενή του ομάδα συνεργατών ως «μάννα εξ ουρανού».
Χωρίς αυτές τις κρίσεις, δεν θα ήταν σε θέση βέβαια να κυβερνήσει με μεθόδους που συναντάμε μόνο σε κράτη έκτακτης ανάγκης, με ευθείες παραβιάσεις του Συντάγματος, παραμερισμό της Βουλής, κατάργηση κάθε διάκρισης εξουσιών και συνθήκες ανοιχτής αστυνομοκρατίας. Αλλά χωρίς αυτές τις κρίσεις δεν θα μπορούσαν και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, στα οποία απευθυνόταν, να αποδεχτούν την πολιτική των επιδομάτων, να αρκεστούν σε ό,τι τους προσφερόταν και να συμβιβαστούν με τη λογική της πλήρους ιδιωτικοποίησης των πάντων.
Για το πώς χειρίστηκε αυτές τις κρίσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις μεθόδους με τις οποίες κατόρθωσε να αντλήσει πολιτικό κέρδος απ’ αυτές, είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που περηφανεύτηκε προεκλογικά για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οσο κι αν οι αριθμοί είναι απολύτως αρνητικοί σε βάρος του, με τη χώρα μας να καταγράφει τις χειρότερες επιδόσεις σε θανάτους από covid μεταξύ των κρατών της Δυτικής Ευρώπης, η κυβέρνηση επιμένει στην «επιτυχία» της, προβάλλοντας μόνο τα στοιχεία από τον πρώτο πλήρη εγκλεισμό.
Το μυστικό του κ. Μητσοτάκη είναι ότι η πατρίδα μας και οι πολίτες της κινδυνεύουν από «εξωτερικούς εχθρούς» (covid, μετανάστες, ρωσική επιβουλή, ενεργειακό), οπότε είναι λογικό να δεχτούμε υποχωρήσεις σε ζητήματα δημοκρατίας, αλλά και ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αρκεί να γνωρίζουμε ότι η καλή μας κυβέρνηση θα μας παράσχει κάποιο σχετικό επίδομα ως αντίτιμο. Το μοντέλο δεν είναι μακριά από την περιγραφή του Τζορτζ Οργουελ για το δικό του εφιαλτικό «1984».
Το φαινόμενο δεν είναι ειδικά ελληνικό. Παρόμοιες εξελίξεις παρακολουθούμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την παραδοσιακή συντηρητική παράταξη να μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό μεταφασιστικό πολιτικό ρεύμα, που βέβαια εξακολουθεί να στηρίζεται στο μεγάλο κεφάλαιο και να διεκδικεί την απόλυτη εξουσία. Και οι πολίτες μετατρέπονται σε αφελείς κομπάρσους που συγκρούονται ανάμεσα σε αυτούς που αρκούνται στο αφήγημα των επιδομάτων φιλανθρωπίας και στους άλλους που απογοητευμένοι στρέφονται μακριά από την εκλογική διαμάχη ή επιλέγουν να εκπροσωπηθούν από κάποιον γραφικό κομπάρσο της στιγμής.
Ατυπο δημοψήφισμα
Από αυτή την άποψη, η νέα εκλογική αναμέτρηση παίρνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και μετατρέπεται αναπάντεχα σε ένα είδος άτυπου δημοψηφίσματος, με επίδικο αντικείμενο την ανάθεση ή όχι μιας λευκής επιταγής στον Κυριάκο Μητσοτάκη για την ολοκλήρωση αυτού του έργου, την εγκαθίδρυση δηλαδή ενός υπερδεξιού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό το «δημοψήφισμα» είναι απολύτως καθοριστικός.
Οχι μόνο επειδή παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά κυρίως επειδή είναι η μοναδική παράταξη που επέμενε προεκλογικά στο πού μπορεί να μας οδηγήσει η μονοκρατορία Μητσοτάκη και εμφανιζόταν μέχρι το τέλος πρόθυμος να συνεργαστεί με άλλα κομματικά σχήματα, για να αποτρέψει αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη.
Από αυτή την άποψη, όσο κι αν «κάηκε» η προοπτική των κυβερνήσεων συνεργασίας που συνόδευαν την υιοθέτηση της απλής αναλογικής, η επιμονή του Αλέξη Τσίπρα να προσβλέπει μέχρι την τελευταία στιγμή σε κάποια ανταπόκριση στη χείρα φιλίας προς τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, τον καθιστά με τις τελευταίες εξελίξεις τον πιο συνεπή εκπρόσωπο του αντιδεξιού πολιτικού μετώπου.
Με άλλα λόγια, ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα με τα οποία ο κ. Τσίπρας επιχειρούσε να πείσει λ.χ. τον κ. Ανδρουλάκη να εξετάσουν από κοινού το ενδεχόμενο κυβερνητικής συμπόρευσης, αποκτούν σήμερα καίρια σημασία. Η περιγραφή των πεπραγμένων Μητσοτάκη και οι προτεινόμενες αλλαγές από τον Αλέξη Τσίπρα μπορεί να μην έπεισαν ως μελλοντικό κυβερνητικό αφήγημα –εφόσον προσέκρουαν στην αντίδραση του ΠΑΣΟΚ–, αλλά αποτελούν σήμερα την απαραίτητη πρώτη ύλη για την αντιπαράθεση εν όψει των νέων εκλογών. Και τώρα το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί πίσω από έναν διμέτωπο αγώνα. Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία και την κοινωνία προέρχεται από μία μόνο πλευρά.