efsyn.gr, 18.06.2023, 10:23
τασος κωστόπουλος
Εκλογές και ταξική πάλη στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση. Μέρος Γ΄, 1985-1993
Αν το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 ισοδυναμεί με το απόγειο της κεντροαριστερής «Αλλαγής» που υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με την κριτική υποστήριξη της κομμουνιστικής Αριστεράς, το δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας θα ξεκινήσει με τη διάρρηξη αυτού του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου για να καταλήξει στην εκλογική νίκη της νεοφιλελεύθερης, πλέον, Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε μεν τις εκλογές της 2 Ιουνίου 1985 εξαργυρώνοντας τη φιλολαϊκή πολιτική της πρώτης τετραετίας του και υποσχόμενο «ακόμη καλύτερες μέρες» στα κοινωνικά στρώματα που το ψήφισαν· το αμέσως επόμενο διάστημα εγκατέλειψε ωστόσο την κεϊνσιανή πολιτική των προηγούμενων χρόνων για να εφαρμόσει σκληρή λιτότητα σε βάρος των μισθωτών, με στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων και «την επαναφορά της κατανάλωσης στο επίπεδο των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας». Αρχιτέκτονας αυτής της στροφής υπήρξε ο Κώστας Σημίτης, που στις 25 Ιουλίου αντικατέστησε ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας τον Γεράσιμο Αρσένη, με στενό συνεργάτη –μεταξύ άλλων– τον μετέπειτα πρωθυπουργό του δεύτερου (κι αντικοινωνικότερου) μνημονίου, Λουκά Παπαδήμο. Στις 11 Οκτωβρίου εξήγγειλε το πρώτο πακέτο «σταθεροποιητικών μέτρων»: υποτίμηση της δραχμής κατά 15% και νομοθετικός περιορισμός των μισθολογικών αυξήσεων πολύ κάτω του πληθωρισμού (που έτρεχε τότε επισήμως με 25%).
Ως αποτέλεσμα αυτών των μέτρων, περιορίστηκαν μεν μέσα σε μια διετία το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών από 9,8% του ΑΕΠ σε 2,7% και ο καθαρός δανεισμός του Δημοσίου από 18% σε 13,8%, όμως «οι μέσες πραγματικές αποδοχές των μισθωτών επέστρεψαν, με εξαίρεση τους χαμηλόμισθους [που είχαν ευνοηθεί περισσότερο το 1982], περίπου στα επίπεδα του 1980» (Κώστας Σημίτης, «Δρόμοι ζωής», Αθήνα 2015, σ. 357-8). Επιχειρηματίες κι ελεύθεροι επαγγελματίες ευνοήθηκαν φυσικά αναφανδόν απ’ αυτή τη δραστική μείωση του εργατικού κόστους.
«Η πολλή δημοκρατία είναι μία πολυτέλεια που δεν την αντέχει ο σημερινός κόσμος» | Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (Αλέξης Παπαχελάς, «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια», τ.Β’, Αθήνα 2019, σ. 312)
Η σημασία της όλης τομής δεν πρέπει δε καθόλου να υποτιμηθεί. Μολονότι απείχαν πολύ ακόμη από την καταστροφική αναδιάρθρωση που επιβλήθηκε αργότερα με τα μνημόνια, τα μέτρα εκείνα σηματοδότησαν το τέλος της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας, όπου κυριαρχούσε το αίσθημα μιας αέναης προόδου, και την είσοδο σε μια εποχή όπου η λέξη «μεταρρύθμιση» δεν είχε πια απαραίτητα φιλολαϊκό και προοδευτικό πρόσημο.
«Το θετικό στοιχείο από την οικονομική αυτή κρίση είναι πως η κυβέρνηση κατάλαβε το ατελέσφορο των σοσιαλιστικών οραματισμών και των αριστερών προγραμμάτων. Κι έκανε μια στροφή θεαματική, πάνω στις βάσεις μιας παραδοσιακά συντηρητικής διαχείρισης της οικονομίας», πανηγύρισε χαρακτηριστικά το κατεξοχήν νεοφιλελεύθερο στέλεχος της Ν.Δ. «Χρειάζεται ένα βήμα ακόμη. Η εφαρμογή, δηλαδή, σε όσο μεγαλύτερο βαθμό είναι δυνατόν των κανόνων της ελεύθερης αγοράς. Η ουσία, πάντως, είναι ότι αρχίζει να διαμορφώνεται σιγά σιγά μια καινούρια πολιτική πραγματικότητα. Μια νέα συναίνεση, δηλαδή, πάνω στη βάση της παραδοχής της χρεωκοπίας των κρατικοπαρεμβατικών ρυθμίσεων και των σοσιαλιστικών ουτοπισμών, και της ανάγκης αντιμετώπισης των προβλημάτων με τον περιορισμό του δημοσίου» (Ανδρέας Ανδριανόπουλος, «Μαζί με την οικονομία χρεοκόπησε στην Ελλάδα κι ο σοσιαλισμός», ελληνική έκδοση του «Playboy», 12.1985, σ. 55).
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η μεταπολιτευτική ιδεολογική ηγεμονία του πάνδημου αιτήματος για περισσότερη δημοκρατία και μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα (αιτήματος που δεν αμφισβητούσε ούτε η Δεξιά, ισχυριζόμενη πως αυτή δίνει την καλύτερη –και κυρίως ρεαλιστική– λύση επ’ αυτού) θα παραχωρήσει όντως σταδιακά τη θέση της σ’ ένα άλλο δίπολο, καταφανώς συντηρητικής απόχρωσης, γύρω από το οποίο θα περιστραφεί στο εξής η κεντρική αντιπαράθεση: ηθικολογική –δηλαδή μη πολιτική– καταγγελία της διαφθοράς (πραγματικής ή εικαζόμενης) του αντιπάλου, αφενός· «εθνικά θέματα», σοβαρά και μη, με τις συνακόλουθες δόσεις ενός εθνικισμού άλλοτε φαιδρού κι άλλοτε επικίνδυνου, αφετέρου.
Η διάσπαση του «μπλοκ της Αλλαγής»
Προς το παρόν, ωστόσο, το φθινόπωρο του 1985 το πολιτικό σκηνικό έδειχνε να στρέφεται προς τα αριστερά. Με τη Ν.Δ. σε παρατεταμένη εσωτερική περιδίνηση μετά την εκλογική ήττα της και μια ομάδα στελεχών της να αποχωρεί, με επικεφαλής τον Κωστή Στεφανόπουλο κι άλλους 9 βουλευτές, για να ιδρύσει στις 7 Σεπτεμβρίου τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ), ακόμη και η βρετανική πρεσβεία εκτιμούσε στις 4.7 ότι στο εξής «η βασική αντιπολίτευση [στο ΠΑΣΟΚ] θα προέλθει από το ΚΚΕ, που είναι καλά οργανωμένο, πειθαρχημένο και ικανό να εμμείνει σε μια συνεκτική πολιτική» (FCO 9/5071/8). Εκτίμηση που οι εργατικές αντιδράσεις στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα των Παπανδρέου – Σημίτη φάνηκαν, προς στιγμή, να την επιβεβαιώνουν.
Στις 16 Οκτωβρίου η Διοίκηση της ΓΣΕΕ καταδίκασε ρητά τη νέα κυβερνητική πολιτική με ψήφους 27-18. Μαζί με τους 17 συνδικαλιστές του ΚΚΕ και τους 2 του ΚΚΕσ., την καταδίκη υπερψήφισαν επίσης 8 από τους 26 εκπροσώπους της ΠΑΣΚΕ· την επομένη, ο Αντρέας και το Ε.Γ. του ΠΑΣΟΚ διέγραψαν με συνοπτικές διαδικασίες τους αντιφρονούντες, τρεις από τους οποίους ήταν μέλη της Κ.Ε. Η νέα πλειοψηφία αντικατέστησε τον «νομιμόφρονα» πρόεδρο της ΓΣΕΕ, αυτός επέστρεψε όμως πραξικοπηματικά με δικαστική απόφαση και η συνομοσπονδία διασπάστηκε για μια ολόκληρη τριετία. Δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας μετωπικής σύγκρουσης των συνδικάτων (που εκείνα τα χρόνια εκπροσωπούσαν ακόμη σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο της εργασίας) με την κυβέρνηση, σύγκρουσης που πήρε τη μορφή αλλεπάλληλων απεργιών – γενικών αρχικά και κλαδικών στη συνέχεια, με κορυφαίες στιγμές τον αγώνα των εργατών καθαριότητας τον Δεκέμβριο του 1986, της ΔΕΗ την άνοιξη του 1987 και της ΟΛΜΕ στη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων του 1988.
Η κυβέρνηση απάντησε στέλνοντας τα ΜΑΤ να σπάσουν τις απεργιακές φρουρές στα αμαξοστάσια της ΕΑΣ, την ΕΚΑΜ για ν’ «απελευθερώσει» το φράγμα της Σφηκιάς από τους απεργούς που το είχαν καταλάβει κι επιστρατεύοντας τους εργάτες του δήμου. Μολονότι η ΠΑΣΚΕ διατήρησε τελικά σημαντικό μέρος των δυνάμεών της, η διάρρηξη του «μπλοκ της Αλλαγής» ήταν πια οριστικό γεγονός. Στα συντρίμμια της θα πατήσει η οργανωμένη είσοδος της Ν.Δ. στα συνδικάτα, με την ίδρυση της ΔΑΚΕ (7.10.1985) και την υιοθέτηση ενός μοντέλου σύγχρονου κομματικού συνδικαλισμού, συντηρητικού μεν αλλά διαφορετικού από τον παραδοσιακό μεταπολεμικό εργατοπατερισμό.
Σε μια σειρά κοινωνικούς χώρους, Δεξιά και Αριστερά θα διασταυρώσουν έτσι από κάποιο σημείο και μετά τα ξίφη τους για την ηγεμονία των αντιστάσεων στην κυβερνητική πολιτική. Στα πανεπιστήμια, λ.χ., παρ’ όλο που η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ αναδείχτηκε την άνοιξη του 1987 πρώτη δύναμη, οι μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις του φθινοπώρου της ίδιας χρονιάς –οι πρώτες από το 1981– είχαν αμιγώς αριστερά αιτήματα και συνθηματολογία· από κάποιο δε σημείο και μετά, η ΔΑΠ έσπευσε να επιβάλει, ως οιονεί κυβερνητική δύναμη, τον τερματισμό τους (βλ. «Η εξέγερση του “παχέος εντέρου”», «Εφ.Συν.», 11.11.2017).
Στις κάλπες, η διάρρηξη του «μπλοκ της Αλλαγής» αποτυπώθηκε θεαματικά κατά τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1986 στα τρία μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές η συμπαράταξη των «δημοκρατικών δυνάμεων» ΠΑΣΟΚ και Αριστεράς κατά της Ν.Δ. θεωρούνταν εκ των προτέρων δεδομένη, με αποτέλεσμα τη σταθερή συντριβή των υποψηφίων της Δεξιάς στον δεύτερο γύρο. Τούτη τη φορά, ωστόσο, τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ διαφορετικά. Οταν στον πρώτο γύρο οι υποψήφιοι της Ν.Δ. στην Αθήνα (Μιλτιάδης Εβερτ), στον Πειραιά (Ανδρέας Ανδριανόπουλος) και στη Θεσσαλονίκη (Σωτήρης Κούβελας) απέσπασαν τη σχετική πλειοψηφία με 44,6%, 41,5% και 45,8% αντίστοιχα, το ΚΚΕ ζήτησε από το ΠΑΣΟΚ ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη των υποψηφίων του την ψήφιση της απλής αναλογικής· μετά την απόρριψη του αιτήματος, η Κ.Ε. του ΚΚΕ «αποδέσμευσε» τους οπαδούς του κόμματος, καλώντας τους να εκφράσουν «με όποιον τρόπο θεωρούν αυτοί πρόσφορο» τις αντικυβερνητικές διαθέσεις τους (ειδικά) στην Αθήνα, όχι όμως και στην υπόλοιπη χώρα («Τα Νέα», 16.10.1986). Τελικά, η δυναμική της «αποδέσμευσης» οδήγησε σε νίκη της Ν.Δ. και στους τρεις δήμους.
Ο καιρός των σκανδάλων
Αν στην πρώτη διετία της δεύτερης κυβέρνησης Παπανδρέου κυριάρχησαν οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων για το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, από το καλοκαίρι του 1987 και μετά τη θέση της κοινωνικής σύγκρουσης στο πολιτικό προσκήνιο θα καταλάβει σχεδόν ολοκληρωτικά η σκανδαλολογία. Η μετάλλαξη αυτή του πολιτικού παιχνιδιού διευκολύνθηκε μεν από τον τερματισμό του σταθεροποιητικού προγράμματος ελέω επικείμενων εκλογών, και τη συνακόλουθη απομάκρυνση του Σημίτη από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (25.11.1987)· καθοριστικό όμως ρόλο για τη δρομολόγησή της έπαιξε η εμφάνιση της λεγόμενης «ελεύθερης» (στην πραγματικότητα, απλώς αντικυβερνητικής) ραδιοφωνίας, με σημείο τομής την έναρξη λειτουργίας του δημοτικού σταθμού «Αθήνα 9.84» (31.5.1987). Ακολούθησαν, μέσα στο 1988, καθαρά ιδιωτικοί σταθμοί όπως ο «ΑΝΤ1 FM», ο «Sky 100.4» του Κοσκωτά κ.ά.
Τρία σκάνδαλα, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά με κοινή επικέντρωση στο πρόσωπο του Αντρέα, κυριάρχησαν σ’ αυτή την περίοδο –επιφέροντας όχι τόσο την αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ, που διατήρησε σε αξιοσημείωτο βαθμό την κοινωνική γείωση και τις δυνάμεις του, όσο τον δραστικό μετασχηματισμό του συνολικού τρόπου άσκησης της πολιτικής: τη θέση των ανταγωνιστικών πολιτικών προγραμμάτων παίρνουν σταδιακά η (συνήθως υποκριτική και κατά κανόνα βλακώδης) εμπιστοσύνη στην «ηθική ποιότητα» του άλφα ή βήτα πολιτικού, με την επιμελημένη κατασκευή του επικοινωνιακού προφίλ και την γκλαμουριά να παραγκωνίζουν σε αξιοσημείωτο βαθμό την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία. Ολα αυτά, ωστόσο, μόνο σε πρώτο –μιντιακό– πλάνο. Γιατί, στην πραγματικότητα, η έκβαση των πολιτικών συγκρούσεων και εκλογικών αναμετρήσεων δεν θα πάψει ποτέ να κρίνεται, σε τελική ανάλυση, από τα ταξικά συμφραζόμενά τους.
● Το πρώτο σκάνδαλο, ποινικά και κοινωνικά αδιάφορο αλλά επικοινωνιακά άκρως λειτουργικό, αφορούσε την προσωπική ζωή του πρωθυπουργού: τον ερωτικό δεσμό του με τη νεαρή αεροσυνοδό Δήμητρα Λιάνη, την οποία το ευρύ κοινό είχε ήδη γνωρίσει ως δημοσιογράφο εκπομπής της ΕΡΤ «για τις σχέσεις των δύο φύλων» («Μισό-Μισό»), με πρώτο προσκεκλημένο τον… Ανδρέα (26.6.1986). Για πρώτη φορά οι εξωσυζυγικές σχέσεις κάποιου πολιτικού απασχόλησαν τα ΜΜΕ όχι σαν έμμεση νύξη, αλλά ως αντικείμενο γαργαλιστικών ρεπορτάζ επενδεδυμένων με παλιότερες «προκλητικές» φωτογραφίες της πρωθυπουργικής ερωμένης. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή τη δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας διαδραμάτισαν ο Γιώργος Καρατζαφέρης και η Αννα Παναγιωταρέα, που λίγο πριν από τις εκλογές του 1989 αποκάλυψε την ύπαρξη στη Σουηδία μιας εξώγαμης κόρης του Ανδρέα από παλιότερη σχέση· τα πρωτεία στη δημοσιοποίηση του εξωσυζυγικού δεσμού του πρωθυπουργού ανήκαν όμως σ’ ένα σοβαρό (μέχρι τότε) αριστερό περιοδικό, που ταυτίστηκε στην πορεία με τον Μητσοτάκη, διά χειρός Στέλιου Κούλογλου («Και τώρα το ΣΕΞ ανώτατο στάδιο του Σοσιαλισμού», περ. «Αντί», 27.2.1987, σ. 22-23).
Ο απροκάλυπτα ηδονοβλεπτικός χαρακτήρας των σχετικών αποκαλύψεων δύσκολα έκρυβε πάντως μια ακραία, υποκριτική σεμνοτυφία: ως μέγιστη «παρεκτροπή» του πρωθυπουργού θεωρήθηκε, λ.χ., όχι αυτή καθαυτή η διατήρηση εξωσυζυγικού δεσμού, αλλά η απερίσκεπτη νομιμοποίησή του, με το δημόσιο ιδίως κάλεσμα προς τη σύντροφό του να σταθεί στο πλευρό του, στη σκάλα του αεροπλάνου που τους έφερε στην Αθήνα μετά την υποβολή του σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Λονδίνο (22.10.1988).
● Σαφώς σοβαρότερο, το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε δύο σκέλη. Το πρώτο αφορούσε την εντυπωσιακή άνοδο ενός δαιμόνιου απατεώνα, που η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα έσπευσε να εξυμνήσει σαν υπόδειγμα πετυχημένου Ελληνα της διασποράς: απλός υπάλληλος της Τράπεζας Κρήτης, μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ (1979-1984) ο Γιώργος Κοσκωτάς συνεργάστηκε με τον Παύλο Μπακογιάννη στον χώρο των εκδόσεων (1982-1985), αγόρασε την τράπεζα με λεφτά που υποτίθεται πως είχε στην Αμερική (1984) και στη συνέχεια τον «Ολυμπιακό» (1987), έστησε ολόκληρο δημοσιογραφικό συγκρότημα αγοράζοντας την «Καθημερινή» (1987), τη «Βραδυνή» (1988), εκδίδοντας την εφημερίδα «24 Ωρες» (24.2.1988) και πέντε περιοδικά (με κυριότερα το «Ενα» του Μπακογιάννη και το «Τέταρτο» του Μάνου Χατζηδάκη) και λανσάροντας τον ραδιοσταθμό «Sky 100.4», για να το σκάσει τελικά στο εξωτερικό όταν αποκαλύφθηκε πως τα κεφάλαιά του προέρχονταν από υπεξαίρεση· συνελήφθη στις ΗΠΑ (24.11.1988) και το 1991 εκδόθηκε στην Ελλάδα, όπου καταδικάστηκε σε κάθειρξη 25 χρόνων. Η αποκάλυψη της απάτης και η πτώση του προήλθαν κυρίως από τη συντονισμένη κινητοποίηση των υπόλοιπων εκδοτών (Τεγόπουλος, Μπόμπολας, Λαμπράκης, Βουδούρης, Κουρής).
Το δεύτερο σκέλος του σκανδάλου αφορούσε την πολιτική διάστασή του: την ελλιπή επαγρύπνηση ή εσκεμμένη εθελοτυφλία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών απέναντι στην αγορά μιας (ιδιωτικής) τράπεζας από έναν απλό υπάλληλό της· την απόπειρα της κυβέρνησης (συγκεκριμένα: του αντιπροέδρου της, Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα) να εμποδίσει νομοθετικά αυτόν τον έλεγχο μετά τις σχετικές αποκαλύψεις (άρθρο 40 του Ν. 1806 της 15/20.9.1988)· την κατάθεση των αποθεματικών διαφόρων ΔΕΚΟ στην Τράπεζα Κρήτης και το ενδεχόμενο ηθικής αυτουργίας του πρωθυπουργού σε όλα αυτά. Κάτω από το βάρος σχετικών αποκαλύψεων ποικίλης αξιοπιστίας, μια σειρά κρατικά στελέχη προφυλακίστηκαν την άνοιξη του 1989, επί κυβέρνησης –ακόμη– του ΠΑΣΟΚ. Τελικά, το ειδικό δικαστήριο αθώωσε –επί Μητσοτάκη– κατά πλειοψηφία τον Ανδρέα απ’ όλες τις κατηγορίες (17.1.1992), καταδικάζοντας δύο πρώην υπουργούς του (Δημήτρης Τσοβόλας, Γιώργος Πέτσος) για ελάσσονα αδικήματα· η όλη υπόθεση αποδείχτηκε όμως καταλυτική για τον ενδιάμεσο μετασχηματισμό της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
● Απείρως σημαντικότερο υπήρξε το τρίτο σκάνδαλο, που αφορούσε τις τηλεφωνικές υποκλοπές και λοιπές παρακολουθήσεις πολιτών, πολιτικών αντιπάλων αλλά και στελεχών του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Για την έκταση του φαινομένου, χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Κώστας Σημίτης: «Τότε, 1988-1989, έμεινα περίπου για ένα εξάμηνο στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, γιατί επισκευάζαμε το σπίτι μας στην Αναγνωστοπούλου. Θυμάμαι ότι τις πρώτες μέρες μας είχε κάνει εντύπωση η καθαρότητα του ήχου στο τηλέφωνο· δεν υπήρχαν παράσιτα, βουητά ή άλλοι ήχοι. Επειτα από λίγες μέρες, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Στο τηλέφωνο ακούγονταν οι γνώριμοι ήχοι της παρακολούθησης. Εξω από το σπίτι εμφανίσθηκε ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες. Με συνόδευε από απόσταση· άλλοτε οι επιβάτες του παρακολουθούσαν απλώς από το απέναντι πεζοδρόμιο ποιοι επισκέπτονταν την πολυκατοικία. Η ασφάλειά μου με πληροφόρησε ότι ήταν “παιδιά της ΕΥΠ” σε υπηρεσία. Αισθάνθηκα ότι το ΠΑΣΟΚ πραγματοποιούσε μια μεγάλη οπισθοδρόμηση» (Σημίτης, ό.π., σ. 388-9). Τελικά ο Παπανδρέου και οι υφιστάμενοί του επικεφαλής του ΟΤΕ και της ΕΥΠ παραπέμφθηκαν το καλοκαίρι του 1989 σε δίκη, η δίωξή τους όμως ανεστάλη από τη Βουλή επί Μητσοτάκη για «εθνικούς λόγους» (15.5.1992). Στην πραγματικότητα, μια τέτοια δημόσια εκδίκαση, με αντικείμενο πολύ πιο εύληπτο και οικείο στον μέσο πολίτη, θα έθετε σε πολύ σοβαρότερη διακινδύνευση την αξιοπιστία του κράτους στα μάτια της κοινής γνώμης, απ’ ό,τι η ενασχόληση με τις (απρόσιτες στους πολλούς) τραπεζικές κομπίνες ενός χαρισματικού απατεώνα. Ο Ανδρέας θα ανταποδώσει τα επόμενα χρόνια, αναστέλλοντας το 1995 την ποινική δίωξη του Μητσοτάκη που είχε αποφασίσει η Βουλή για τις παρακολουθήσεις των Γρυλλάκη – Μαυρίκη.
Dirty tricks και απλή αναλογική
Η αναπαραγωγή και αξιοποίηση αυτού του κλίματος, καθ’ οδόν προς τις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 αλλά και ύστερα απ’ αυτές, μέχρι την τελική εκλογική νίκη της Ν.Δ. στις (τρίτες κατά σειράν) εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, υπήρξε έργο ενός πελώριου επικοινωνιακού μηχανισμού, οι βασικές επιλογές του οποίου εκπονούνταν από το 1986 με τη βοήθεια «του κορυφαίου Αμερικανού επικοινωνιολόγου Τζοκ Γκλικ» και εγχώριων συναδέλφων του, όπως ο Δημήτρης Μαύρος της Spot Thompson, σήμερα διευθύνων σύμβουλος της MRB (Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», Αθήνα 2001, σ. 524-5). Πτυχές της δράσης αυτού του μηχανισμού αποκαλύπτει στα απομνημονεύματά του ο τότε επικεφαλής του «τομέα κομματικής δράσης» της Ν.Δ. –και στενός συνεργάτης του Μητσοτάκη– Γιάννης Δημητροκάλλης («Ο ηγέτης μετά τον ηγέτη», Αθήνα 2014).
Μεταξύ άλλων, πληροφορούμαστε, στήθηκε ένα δίκτυο 57 «ελεύθερων» τοπικών (δημοτικών ή ιδιωτικών) ραδιοσταθμών σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι αναμετέδιδαν τις δημοσιογραφικές παραγωγές του Τμήματος Ραδιοφωνίας του κόμματος σαν προϊόντα ανεξάρτητης, υποτίθεται, δημοσιογραφίας (σ. 201-3, 206-7, 218, 228, 249 & 327)· καταγράφηκαν ηλεκτρονικά όχι μόνο τα κομματικά μέλη (σ. 319) αλλά και οι ετεροδημότες εν γένει (σ. 275)· ειδικά σεμινάρια εκπαίδευσαν τα τοπικά στελέχη στην εκφορά «ενιαίου πολιτικού λόγου» (σ. 253), ενώ φιλική εταιρεία μάρκετινγκ προετοίμασε 300 στελέχη και 6.000 «εξειδικευμένους μαχητές» στη χρήση συγκεκριμένων μεθόδων προπαγάνδας για την αντιμετώπιση των αντιπάλων και τον επηρεασμό των αναποφάσιστων (σ. 309 & 323-6)· ειδικό «τμήμα άμεσης ενημέρωσης» παρήγε και διακινούσε 600.000 μονόφυλλα «εντός 24ώρου» (σ. 311-2) κ.ο.κ. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τη «17Ν» (26.9.1989), ο ίδιος μηχανισμός θα οργανώσει πάλι υπόγεια την «αυθόρμητη» τέλεση 800 μνημοσύνων και τη σχετική μετονομασία 300 δρόμων και πλατειών σε όλη την Ελλάδα (σ. 279-81).
Η ακριβής συμβολή του ξένου παράγοντα στην όλη καμπάνια ακόμη παραμένει αδιευκρίνιστη. Πολύ αργότερα, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Μητσοτάκη, ο απόστρατος στρατηγός Γρυλλάκης, θα ισχυριστεί πως από τις 24.1.1989 και μετά είχε τακτική συνεργασία με τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, εν γνώσει και με τη σύμφωνη γνώμη του αρχηγού της Ν.Δ., με αντικείμενο την καλύτερη μεθόδευση της πτώσης του Ανδρέα. Η επαφή τους δρομολογήθηκε με πρωτοβουλία της CIA τον Νοέμβριο του 1988, το περιεχόμενο και τα προϊόντα αυτής της συνεργασίας όμως δεν διευκρινίζονται (Νικόλαος Γρυλλάκης, «…Αποκαλύπτω», Αθήνα 2001, σ. 263-7). Οταν κλήθηκε να σχολιάσει τις αποκαλύψεις του συνεργάτη του, ο ίδιος ο Μητσοτάκης φυσικά δήλωσε ότι «στερούνται σοβαρότητας» (in.gr, 13.12.2001).
Εξαιρετικά κρίσιμη για το πολιτικό ξέπλυμα του αρχηγού της Ν.Δ. από τη βαριά σκιά του παρελθόντος αποδείχτηκε πάντως η επιστράτευση ορισμένων καλλιτεχνών και διανοουμένων ιστορικά ταυτισμένων με την Αριστερά. Την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί βέβαια ο Μίκης Θεοδωράκης, που τον Νοέμβριο του 1989 εντάχθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Ν.Δ. και το 1990-1992 χρημάτισε υπουργός «άνευ χαρτοφυλακίου» (διάβαζε: προπαγάνδας) του Μητσοτάκη (βλ. «Ο άλλος Μίκης», «Εφ.Συν.», 11.9.2021). Εξίσου χαρακτηριστική υπήρξε όμως και η στάση του Διονύση Σαββόπουλου, που στις 13.6.1989 –πέντε μέρες πριν από τις εκλογές– έσπευσε να ταχθεί, κι αυτός, στο πλευρό της Ν.Δ. και του αρχηγού της: «Εάν ο λαός είναι υγιής και αποφασίσει να διώξει το ΠΑΣΟΚ, τότε μοιραία αυτός ο ρόλος ανατίθεται στη Ν.Δ. και τον Κ. Μητσοτάκη. Εάν ο λαός είναι υγιής, θα ανεβάσει τη Ν.Δ. Εχουμε μια μαφία, η οποία πήρε στα χέρια της τη διοίκηση. Την πρώτη τετραετία τη βγάλανε πέρα με παραμύθια. Στη δεύτερη τετραετία πριόνισαν τους θεσμούς. Δυστυχώς, δεν έχουμε άλλη λύση από τη Ν.Δ. Πιστεύω πως η Ν.Δ. πρέπει να βγει αυτοδύναμη κυβέρνηση» (Λευτέρης Παπαδόπουλος, «Το βρώμικο ’89», Αθήνα 1993, σ. 33). Κορυφαία στιγμή αυτής της επιστράτευσης θα αποτελέσει η υποκατάσταση στις 3.11.1989 της κεντρικής προεκλογικής συγκέντρωσης της Ν.Δ. από μια κοινή συναυλία Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και Ξαρχάκου στο Καλλιμάρμαρο, «κόντρα στο φανατισμό των συγκεντρώσεων». Φυσικά, ο Μητσοτάκης εκφώνησε εκεί «σύντομο χαιρετισμό» («Ελ. Τύπος», 3 & 4.11.1989).
Αντιμέτωπο με το σύνολο σχεδόν των μέχρι πρότινος υποστηρικτών του στον Τύπο (πλην «Αυριανής», «Επικαιρότητας» και της κομματικής «Εξόρμησης»), το ΠΑΣΟΚ άντεξε παρ’ όλα αυτά· σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των σχέσεών του με μεγάλη μερίδα των λαϊκών στρωμάτων έπαιξε δε η επιλογή της μείζονος Αριστεράς, που στις αρχές του 1989 συγκρότησε τον «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» (ΣΥΝ), να επιδιώξει την έξοδο από την πολιτική κρίση μέσω συνεργασίας με τη Ν.Δ. Φτιαγμένος ειδικά για την περίσταση, καθώς τότε δεν ίσχυαν οι σημερινές συνταγματικές ασφαλιστικές δικλίδες, ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε τον Μάρτιο εισήγαγε πάλι ένα σύστημα απλής αναλογικής (δίχως, ακόμη, τον αντιδημοκρατικό φραγμό του 3%) που αποδυνάμωνε το πρώτο κυρίως κόμμα.
Ταγκό για δυο και για τρεις
Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 η Ν.Δ. πήρε 44,25%, έναντι 39,15% του ΠΑΣΟΚ, 13,12% του ΣΥΝ και 1% της ΔΗΑΝΑ, δεν μπόρεσε όμως να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση καθώς εξέλεξε 145 βουλευτές. Οι παράλληλες διαπραγματεύσεις της ηγεσίας του ΣΥΝ (κυρίως του Χαρίλαου Φλωράκη) με ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. κατέληξαν την 1η Ιουλίου στον σχηματισμό κυβέρνησης Ν.Δ.-ΣΥΝ με πρωθυπουργό τον νεοδημοκράτη Τζαννή Τζαννετάκη, διακηρυγμένους στόχους την «κάθαρση» των σκανδάλων και τον «εκδημοκρατισμό» των θεσμών, και συμμετοχή του ΣΥΝ με δύο υπουργούς: Εσωτερικών (Νίκος Κωνσταντόπουλος) και Δικαιοσύνης (Φώτης Κουβέλης). Εκτός από τη διπλή παραπομπή του Ανδρέα (και κάποιων υπουργών για ένα δευτερεύον σκάνδαλο), η κυβέρνηση αυτή προχώρησε επίσης στην άρση των έννομων συνεπειών του Εμφυλίου (Ν. 1863/89) κι έκαψε τελετουργικά 16.000.000 φακέλους κοινωνικών φρονημάτων (29.8.1989) – εξαφανίζοντας το σημαντικότερο ιστορικό τεκμήριο μισού αιώνα πολιτικής καταπίεσης, αλλά και των υλικών και ηθικών συνεπειών της πάνω στους ηττημένους.
Μολονότι «ειδικού σκοπού» και εκ των προτέρων περιορισμένης –τρίμηνης– διάρκειας, η κυβέρνηση Τζαννετάκη δικαιολογήθηκε πολιτικά με σκεπτικά στρατηγικού χαρακτήρα: σαν «αντιφασιστική», υποτίθεται, συμμαχία μιας δημοκρατικής Δεξιάς και μιας υπεύθυνης Αριστεράς ενάντια στο «φασιστικό» ΠΑΣΟΚ, αλλά και σαν αριστοκρατική σύμπραξη «των δυο μεγάλων σπιτιών, της Δεξιάς και της Αριστεράς» με στόχο την εξαφάνιση «των ενδιάμεσων γύφτων» (η διατύπωση του Σαββόπουλου). Ερχόμενη σε καταφανή αντίθεση με τα βιώματα μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος, μπετόναρε ως εκ τούτου ιδεολογικά τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ κι αποσυσπείρωσε εκείνον της Αριστεράς, η ηγεσία της οποίας δεν δίστασε να επιδείξει μιαν ακατανόητη αλαζονεία για τη βραχύβια δανεική εξουσία της, διαγράφοντας μεταξύ άλλων με συνοπτικές διαδικασίες όσα μέλη ή στελέχη της διαφώνησαν δημόσια μ’ αυτή την επιλογή (βλ. «Φεστιβάλ μετά διαγραφής», «Εφ.Συν.», 21.9.2019).
Στις επόμενες εκλογές (5 Νοεμβρίου 1989) η Ν.Δ. αύξησε έτσι τα ποσοστά της κατά 1,9% και το ΠΑΣΟΚ κατά 1,5%, ενώ ο ΣΥΝ είδε τα δικά του να μειώνονται κατά 2,16%. Εμβρόντητος μπροστά σ’ αυτό το αποτέλεσμα, ο δημοσιογράφος της «Ελευθεροτυπίας» Πάνος Λουκάκος θ’ αποφανθεί το ίδιο βράδυ από τηλεοράσεως πως οι ψηφοφόροι «χρειάζονται ψυχίατρο»· από το ίδιο βήμα, ο θεωρητικός της διάλυσης του («ασπόνδυλου», υποτίθεται) ΠΑΣΟΚ διά του αποκεφαλισμού του, Μίμης Ανδρουλάκης, θα διακηρύξει πάλι κατόπιν εορτής την προαιώνια εκτίμησή του για τους συντρόφους της διπλανής όχθης…
Μετά το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, είχε έρθει όμως η ώρα της απομάγευσης και για το αντιδεξιό μένος των οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Το σημείο τομής υπήρξε εδώ ο σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ (22.11.1989), με πρωθυπουργό τον παλαίμαχο καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα. Η δημοσίευση ιδίως των πολυσέλιδων πρακτικών των σχετικών διαβουλεύσεων, με την αποκάλυψη αμοιβαίων φιλοφρονήσεων και πραγματιστικών συγκλίσεων που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τα μανιχαϊκά προεκλογικά δίπολα φωτός και σκότους, σκόρπισε ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση στη βάση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ· οι αυξήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ, την τιμή της βενζίνης και άλλων αγαθών ήρθαν δε να επικυρώσουν την αίσθηση ενός δεξιόστροφου μονόδρομου, του ίδιου που προβαλλόταν την ίδια εποχή διεθνώς σαν «τέλος της Ιστορίας». Οι σποραδικές απόπειρες κάποιων φοιτητών ή εργατικών συνδικάτων (π.χ. των απεργών της Τράπεζας Πίστεως) να προβάλουν μια διαφορετική προοπτική, απόπειρες που εκφράστηκαν πολιτικά με το νεότευκτο σύνθημα «όταν τα βρίσκουν στο κτίριο της Βουλής, η μόνη αντιπολίτευση είμαστε εμείς!», αποδείχθηκαν αντικειμενικά ατελέσφορες. Οι εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, οι τρίτες μέσα σ’ ένα δεκάμηνο, διεξήχθησαν έτσι σ’ ένα κλίμα αδιαμφισβήτητης πλέον ηγεμονίας της Δεξιάς.
Στην τελική ομιλία του στο Σύνταγμα (6.4), ο Μητσοτάκης υπήρξε κάτι παραπάνω από σαφής. Ηταν απροκάλυπτα απειλητικός: «Αν η Ελλάδα δεν μπορεί να δανειστεί, δε θα μπορεί να πληρώσει τους μισθούς των υπαλλήλων και τις συντάξεις των συνταξιούχων. Ετσι, αν μεθαύριο οι κάλπες δε βγάλουν (όπως εγώ είμαι βέβαιος πως θα βγάλουν) μια δυνατή ομοιογενή κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της διεθνούς οικονομικής κοινότητας, δηλαδή με άλλα λόγια αν δε βγει κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, λίγους μήνες, ίσως και λίγες εβδομάδες μετά, θα πάτε στα ταμεία για να πληρωθείτε τους μισθούς και τις συντάξεις και θα βρείτε τα ρολά κατεβασμένα. Δε θα πληρωθείτε, πολίτες της Αθήνας! Αυτά παίζονται σ’ αυτές τις εκλογές!».
Η Ν.Δ. απέσπασε τελικά 46,9% (έναντι 38,6% του ΠΑΣΟΚ και 10,3% του ΣΥΝ), με 150 έδρες χρειαζόταν όμως ακόμη μία για να σχηματίσει κυβέρνηση. Την προσέφερε ο μοναδικός βουλευτής της ΔΗΑΝΑ, που τους επόμενους μήνες μεταπήδησε και επίσημα στο κόμμα του Μητσοτάκη. Οπως πάντα ανεξάρτητη, η Δικαιοσύνη θα χαρίσει λίγο αργότερα στον πρωθυπουργό και μια δεύτερη.
Η ήττα του νεοφιλελευθερισμού
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη επανέφερε την πολιτική στη φυσική της κοιτίδα: ως θεσμική και ιδεολογική επένδυση της ταξικής πάλης. Συνεπής στη βασική υπόσχεσή της, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και της παράδοσης κάθε κερδοφόρας δραστηριότητας στην ιδιωτική πρωτοβουλία, απέτυχε παταγωδώς σε όλα τα υπόλοιπα: ακόμη και το δημόσιο χρέος, που επί «σπάταλου» ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει το 1989 στο 60% του ΑΕΠ, επί Μητσοτάκη εκτοξεύτηκε στο 115% το 1993. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. απέλυσε χιλιάδες εργαζόμενους σε (παραγωγικές αλλά μη κερδοφόρες) «προβληματικές» επιχειρήσεις, έσπευσε όμως να προσλάβει… αγροφύλακες για να τακτοποιήσει την εκλογική πελατεία της. Τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ «εξορθολογίστηκαν» σε βάρος της λαϊκής κατανάλωσης, ο αγορανομικός έλεγχος των τιμών καταργήθηκε, οι συντάξεις αποσυνδέθηκαν από το ύψος του αντίστοιχου μισθού και οι αστικές συγκοινωνίες ιδιωτικοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα τα λεωφορεία στα «άγονα» (απομακρυσμένα ή νυχτερινά) δρομολόγια να γίνουν είδος προς εξαφάνιση.
Αρχικά, οι λαϊκές αντιστάσεις σ’ αυτή την επέλαση υπήρξαν ελάχιστες. Στα επιτελικά κλιμάκια του ΠΑΣΟΚ επικρατούσε πλήρης αδράνεια, καθώς «το πρόβλημα που καθόριζε σχεδόν αποκλειστικά τη στάση του κόμματος ήταν η δίωξη κατά του Ανδρέα και των άλλων στελεχών του» (Σημίτης, ό.π., σ. 475). Στον ΣΥΝ, πάλι, ασχολούνταν κυρίως με τα εσωτερικά τους, με αποκορύφωμα τη διάσπαση κι αποχώρηση του ΚΚΕ την άνοιξη του 1991. Ευτυχώς, η ύπαρξη –ακόμη– μαζικών κομμάτων και η σχετικά νωπή παράδοση των κοινωνικών αγώνων της μεταπολίτευσης κάλυψαν αρκετά γρήγορα το κενό.
Τον χειμώνα του 1990-1991, μια μαζική εξέγερση μαθητών και φοιτητών ανέτρεψε την πρώτη απόπειρα οπισθοδρομικής πειθάρχησης της δευτεροβάθμιας και ιδιωτικοποίησης της ανώτατης παιδείας (βλ. «Το φιλελεύθερο παρακράτος», «Εφ.Συν.», 9.1.2016). Ακολούθησε η πεισματική αντίσταση των εργαζομένων της ΕΑΣ στην ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών – το λαμπρότερο, μεταπολιτευτικά, παράδειγμα αμυντικού εργατικού αγώνα, που κατόρθωσε ν’ αντιστρέψει πλήρως την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού σ’ ένα κομβικότατο πεδίο (και να επιβάλει την αποκατάσταση του δημόσιου χαρακτήρα των συγκοινωνιών, μετά την πτώση του Μητσοτάκη). Τον Απρίλιο του 1992, οι επαναληπτικές εκλογές για την έδρα τού (καταδικασμένου από το ειδικό δικαστήριο) Δημήτρη Τσοβόλα θα καταγράψουν έτσι μια σαρωτική μεταβολή των συσχετισμών στη Β’ Αθηνών, προδιαγράφοντας τη μελλοντική συντριβή της Ν.Δ.
Ως ύστατο ανάχωμα στις κοινωνικές αντιστάσεις, η τελευταία θα παίξει το χαρτί του εθνικισμού με όχημα το Μακεδονικό, που από τη μια μέρα στην άλλη αναγορεύτηκε από «ανύπαρκτο» σε μείζον εθνικό μας θέμα. Για το σκεπτικό αυτής της προσφυγής, εξαιρετικά εύγλωττο υπήρξε, σε μεταγενέστερο απολογιστικό κείμενό του, το κυβερνητικό στέλεχος που διεκδίκησε την πατρότητά της: ο Μίκης Θεοδωράκης. Στο κρίσιμο υπουργικό συμβούλιο της 4.12.1991, γράφει, ο ίδιος υποστήριξε κι επέβαλε την υιοθέτηση σκληρής γραμμής για το «Σκοπιανό», όχι μόνο (ή τόσο) ως άσκηση εξωτερικής πολιτικής αλλά και για «έναν άλλο λόγο, πιο σοβαρό ακόμα»: «Αυτή τη στιγμή πηγαίνουμε σε εθνική διάλυση, το εθνικό κύτταρο δεν λειτουργεί. Ολα διαλύονται καθημερινά. Αυτός είναι ένας στόχος που μπορεί να συσπειρώσει σήμερα. Σ’ όλη αυτή την πολιτική που ασκείται στον λαϊκισμό, ας προτάξουμε και ένα ιδανικό μπροστά, να συσπειρωθούμε όλοι μαζί» («Τα Νέα», 21.1.2018).
Τελικά ο εθνικισμός αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι, προσδίδοντας μια προσχηματική νομιμοποίηση σε εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις της Ν.Δ. που διαμεσολαβούσαν δυσαρεστημένους επιχειρηματίες ή ήθελαν απλώς να πάρουν τη θέση του χαλίφη. Εχοντας χάσει προ πολλού την κοινωνική ηγεμονία, αντιμέτωπη με διαλυτικές τάσεις (απόσχιση Σαμαρά) και αντιμέτωπη μ’ ένα καινούργιο σκάνδαλο δικών της υποκλοπών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανατράπηκε τελικά στις 9.9.1993 από έναν άγνωστο λίγο-πολύ βουλευτή του Κιλκίς που, μολονότι παντελώς βουβός το προηγούμενο διάστημα, ανακάλυψε ξαφνικά ότι δεν μπορούσε πλέον να υπομείνει το ενδεχόμενο μιας «προδοτικής» συμφωνίας για σύνθετη ονομασία της ΠΓΔΜ…
Οι πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 επικύρωσαν τα αναμενόμενα: το ΠΑΣΟΚ ήρθε πρώτο με 46,88% και 170 έδρες (ενισχυμένη, γαρ)· η Ν.Δ. υποχώρησε στο 39,3% και η Πολιτική Ανοιξη του Σαμαρά κατέλαβε την 3η θέση με 4,88%. Η εντυπωσιακότερη εξέλιξη, για όσους παρασύρονταν από την εικονική πραγματικότητα του πολιτικού ρεπορτάζ αγνοώντας τι συμβαίνει στη βάση της κοινωνίας, αφορούσε ωστόσο την ανατροπή των συσχετισμών στον μικρόκοσμο της διασπασμένης Αριστεράς. Ο «μυαλωμένος» ΣΥΝ της Μαρίας Δαμανάκη, που σνόμπαρε τους εργατικούς αγώνες κι είχε φροντίσει να δώσει ως «υπεύθυνη δύναμη» το «παρών» στα εθνικιστικά συλλαλητήρια, βρέθηκε εκτός Βουλής με μόλις 2,94%. Το ΚΚΕ, αντίθετα, που είχε προβάλει στοιχειώδη αντίσταση στον εθνικισμό και συμβάλει ενεργά στους εργατικούς αγώνες (ιδίως της ΕΑΣ, με μπροστάρη τον εκρηκτικό Χρήστο Σταμούλο), ήρθε τέταρτο με 4,54%.