efsyn.gr, 23/7/2023
νόρα ράλλη
Κανείς δεν ξέρει. Εικάζουν μονάχα. Ισως να είναι και κοντά στη σωστή απάντηση – μα, κανείς δεν ξέρει. Και πώς; Αφού όχι μόνο ανήκουν βαθιά στο παρελθόν, αλλά είμαστε άλλοι πλέον. Με ποια ματιά, με ποιο βλέμμα θα «δούμε», πόσο μάλλον θα ερμηνεύσουμε το πώς και το γιατί των αρχαίων ελληνικών μύθων; Μα ούτε «μύθος» καλά καλά να ορίσουμε τι είναι δεν μπορούμε: άλλοι τούς προσεγγίζουν ως «αποσπασματικές πηγές προφορικής ιστορικής αφήγησης». Αλλοι, επιστημόνοι πάντα και διανοητάδες πραγματικά σπουδαίοι, ως «ενδείξεις αξιών που διαμορφώνουν τον κοινωνικό χάρτη». Αλλοι, ως αξίες πανανθρώπινες, ακριβώς γιατί φανερώνουν τις αρχέγονες δομές μας, τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά που μας κάνουνε ανθρώπους.
Στα καθημερινά, τα γρήγορα και ανάλαφρα (αυτό που πάντα τα καθημερινά πρέπει να ‘ν’ ανάλαφρα για να τ’ αντέξουμε πλέον, πόσο λάθος όμως;), λέμε «μύθος» κι εννοούμε φαντασίες και ψέματα. Τόσο απολιασμένοι («φυλακισμένοι» στα καλιαρντά) είμαστε, σε μια φαιδρή πραγματικότητα, απ’ όπου δεν θέλουμε να βγούμε, μήτε αν μας δώσουν το κλειδί της εξόδου. Ξεχνώντας ηθελημένα πως ο μύθος είναι μια ιδιαίτερη Ιστορία που ερμηνεύει, εξίσου ιδιαίτερα, όψεις του κόσμου – μέσα κι όξω μας. Ειδικά οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι ήταν κομμάτι ακόμα και της απολύτως απτής αθηναϊκής δημοκρατίας, της σκέψης των μεγάλων τραγωδών, της πορείας όλων των φιλοσόφων. Ακριβώς γιατί λαχταράγανε τη φαντασία όσο και τη λογική.
Της λογικοφαντασίας τους γέννημα ήταν και ο Ηρακλής. Με τη μάνα του την Αλκμήνη ο Δίας ζευγάρωσε, το γάλα της Ηρας κρυφά τον τάισε κι ατρόμητο τον έκανε! Μα η Ηρα δεν συγχώρεσε ποτέ αυτό του το αμάρτημα και τον Ηρακλή τρέλανε, ώστε τη γυναίκα και τα παιδιά του να σκοτώσει. Κι ήταν ο πιο απ’ τους ανθρώπους δυνατός και δίκαιος, μέγιστος κι αγαπητός. Στην Πυθία πήγε ο Ηρακλής, χρησμό/εξιλέωση για το έγκλημα να πάρει. Κι εκείνη τον έστειλε στον βασιλιά Ευρυσθέα, να κάμει άθλους δώδεκα.
Ο τρίτος άθλος ήταν να πιάσει το πιο γρήγορο, όμορφο, το πλέον ζηλευτό ελάφι: το ελάφι της Κερύνειας, το ιερό της Αρτέμιδος, με τα χρυσά κέρατα και τις χάλκινες οπλές. Στα βουνά του Αργους και της Αρκαδίας ζούσε. Ανθρωπος δεν το έφτανε, μα ο Ηρακλής το πρόλαβε μες στον ποταμό Λάδωνα και το αιχμαλώτισε… Λάθος. Εκείνο τον είχε ήδη αιχμαλωτίσει με την ανεξαρτησία, την υψηλή του ευγένεια και την αναπάντεχη ομορφιά του. Η θεά τον είδε. Μα τον συγχώρεσε, καθώς δεν της το σκότωσε. Στον Ευρυσθέα το πήγε να το δει και πάλι ελεύθερο στα βουνά το άφησε. Ησυχο, ανήσυχο στην ιερότητά του.
Εως ένας άλλος βασιλιάς, αληθινός μεν, θνητός όμως, το σκότωσε. Των Μυκηνών ο βασιλιάς, ο Αγαμέμνων. Και η θεά, άνθρωπο ζήτησε θυσία για τον φόνο. Και μάλιστα, του βασιλιά την κόρη! Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε από τους τραγωδούς και τους τραγικούς τους ήρωες (Ιφιγένεια, Κλυταιμνήστρα, Ορέστης, Ηλέκτρα…). Μα εγώ σε ένα θα σταθώ μονάχα: οι αρχαίοι, που τόσο δοξάζουμε και τιμούμε, για ένα ζώο ιερό, θυσία ανθρώπου έβαλαν τη θεά τους να ζητήσει. Ανθρωπο για ζώο! Αυτό ήταν για τους ίδιους το δίκαιο να γίνει. Ανθρώπινη θυσία για ζώου την ανίερη δολοφονία…
…Ολα κάηκαν. Δέντρα, πουλιά, ζώα – ακόμα και η χαμηλή βλάστηση. Ούτε αυτή το ετσιθελικό του κράτος δεν μπόρεσε να σώσει. Γιατί αυτή ήταν η εντολή του! Πήγα, τα είδα, τα έμαθα. Τα μύρισα, τα βίωσα, είδα τον όλεθρο ν’ αναβλύζει από το μέσα του. Είδα κανέναν τους να μην είναι να σώσει κάτι. Είδα μπάτσους να χτυπούν ανθρώπους που να σώσουν κάτι ήθελαν. Πιο πριν, είδα ανθρώπους -ίσως κι αυτούς τους ίδιους- εντολή κυβέρνησης σ’ αυτόν να δίνουν. Που δούλους της στάχτης τούς θέλει. Ολους μας, έτσι μας θέλει.
Μα ξέχασε. Κι εμείς μαζί. Πως για κάθε ζώου, για κάθε μη ανθρώπινης ζωής την ανίερη δολοφονία, άνθρωπος θα θυσιαστεί. Οσο για εκείνον, για εκείνους, που κυκλοφορούν τις μέρες της καταστροφής με τα αξύριστα πηγούνια τους, μα μακριά της… Οσο γι’ αυτούς, η αλαζονεία τους η ίδια θα τους πνίξει.
n.ralli@efsyn.gr