Τρίτη, 1 Αυγούστου 23, 11:44
Παρατηρώ τον τρόπο που (δεν) συζητούν στον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι το κόμμα βρίσκεται στο σημαντικότερο σταυροδρόμι από την εποχή που δημιουργήθηκε, στην πιο κρίσιμη καμπή, καθώς από τις επιλογές που θα κάνει και τον τρόπο με τον οποίο θα σταθεί απέναντι στην κοινωνία, θα κριθεί τελικά εάν θα μπορέσει να γίνει ξανά ένα μαζικό αριστερό κόμμα εξουσίας, ο κορμός της προοδευτικής παράταξης του 21ου αιώνα.
Δύο μήνες μετά το σοκ των εκλογών του Μαΐου και ένα μήνα μετά το δεύτερο σοκ των εκλογών του Ιουνίου, στον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη δεν έχουν συζητήσει γιατί το κόμμα έχασε την απήχηση που είχε σε κοινωνικές ομάδες, και ιδίως στα λαϊκά στρώματα, που το έφεραν στην εξουσία.
Αντιθέτως, συζητούν αφηρημένα ζητήματα «ταυτότητας», εάν θα είναι πιο «αριστεροί» ή πιο «κεντρώοι», ενώ το ζήτημα είναι πώς θα ξανακερδίσουν τον κόσμο της εργασίας και τα πιο φτωχά στρώματα και θα δώσουν μια διέξοδο έκφρασης και εκπροσώπησης στους νέους.
Με αυτό δεν υποτιμώ καθόλου τη δυσκολία με την οποία αναμετριέται αυτή τη στιγμή ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ. Σε τελική ανάλυση πρόκειται για τη μεγάλη πρόκληση με την οποία καλείται να αναμετρηθεί οποιαδήποτε σύγχρονη αριστερή δύναμη θέλει να είναι μια πρόταση εξουσίας. Πρέπει να είναι ταυτόχρονα ένα πραγματικά (και όχι ρητορικά) αντισυστημικό κόμμα – στην ανάλυση, τη θεωρία, την ηθική, την κουλτούρα, την πραγματική απόσταση από «μεγάλα συμφέροντα» – και ταυτόχρονα να είναι σε θέση να κυβερνήσει, να έχει ένα πρόγραμμα που να είναι όντως εφικτό να υλοποιηθεί στις σημερινές συνθήκες. Εφικτό, όχι με την έννοια της υποταγής σε αυτές τις συνθήκες, αλλά της ικανότητας να βρίσκει τα ρήγματα (ενίοτε να κάνει και τους συμβιβασμούς) που επιτρέπουν αναγκαίες ανατροπές, τις μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που ορίζουν την έννοια της κοινωνικής προόδου.
Είναι πολύ εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ξανά απλώς ένα «συνεπές» ριζοσπαστικό κόμμα, με τη σωστή ανάλυση και τις σωστές ευαισθησίες αλλά χωρίς καμιά πιθανότητα να κυβερνήσει. ‘Ένα κόμμα που αρκετοί θα συμπαθούν, αλλά λιγότεροι θα ψηφίζουν.
Είναι, επίσης, πολύ εύκολο να γίνει μια παραλλαγή μιας συστημικής κεντροαριστεράς, με έναν «χυλό» αντί για ιδεολογία και τελικά χωρίς πραγματικές διαχωριστικές γραμμές από το νεοφιλελευθερισμό. Ένα κόμμα που αρκετοί θα σκέφτονται να ψηφίσουν, αλλά ταυτόχρονα δεν θα βρίσκουν και ουσιαστικούς λόγους να μην ψηφίσουν κάτι άλλο.
Εάν θέλουν στον ΣΥΡΙΖΑ να αποφύγουν αυτά τα δύο ενδεχόμενα, πρέπει να στρωθούν στη δουλειά και να αναμετρηθούν με τα πραγματικά καθήκοντα που δεν περιορίζονται στην εκλογή νέας ηγεσίας: Πραγματική κοινωνική γείωση και εκπροσώπηση. Πολιτική παιδεία και διάβασμα. Σοβαρή εσωκομματική συζήτηση. Επεξεργασία προτάσεων όχι ως συνθημάτων αλλά ως κυβερνητικού σχεδίου συγκεκριμένου (στο επίπεδο του να μπορούν κάθε στιγμή να διατυπωθούν ως νομοσχέδια).
Η τωρινή συζήτηση και κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ είναι στην πραγματικότητα αδιέξοδη. Τον Σεπτέμβριο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα εκλεγεί νέα πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ η Έφη Αχτσιόγλου. Αυτό θα προκαλέσει αρχικά θετικό κλίμα. Ένα νέο πρόσωπο θα είναι στην ηγεσία, «άφθαρτο», «επικοινωνιακό» και αρκετά κοντά σε μια «κεντρώα» ταυτότητα που αυτή τη στιγμή στα μάτια των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει η «βασιλική οδός» για να διευρύνουν την εκλογική τους επιρροή. Όμως, θα εξακολουθούν να μην απαντούν στην πρόκληση να γίνουν ξανά ένα αριστερό κόμμα εξουσίας.
Και αυτό δείχνει ακριβώς το πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Στον ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα δεν έχουν ανάγκη από νέα ηγεσία. Πιο σωστά, δεν είναι η νέα ηγεσία αυτή που θα απαντήσει στο πρόβλημα. Αυτό που χρειάζονται είναι ένα νέο κόμμα. Που να συμπεριλάβει τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα να τον υπερβεί. Και που να μπορέσει να συγκεντρώσει τις διανοητικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα τον κάνουν ξανά κόμμα εξουσίας.
ΠΗΓΗ: in.gr, Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Πέμπτη, 3 Αυγούστου 23, 13:07
Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε υπάρξει χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα.
Ήταν αυτός που κατάφερε να κρατήσει αυτό το εγχείρημα όρθιο όταν ο αρχικός εμπνευστής του – και αυτός που είχε τη διορατικότητα να δει ότι ο Τσίπρας ήταν το μέλλον –, ο Αλέκος Αλαβάνος, αποφάσισε περίπου να στραφεί ενάντια στο ίδιο το πολιτικό του δημιούργημα
Ήταν αυτός που είδε ότι η καταστροφή που προκαλούσαν τα Μνημόνια διέλυε τις σχέσεις εκπροσώπησης και δημιουργούσε ένα πολιτικό κενό που ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να καλύψει.
Ήταν αυτός που κατάλαβε ότι στις Πλατείες γεννιόταν μια νέα πολιτική δυναμική και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να είναι εκεί και να οικοδομήσει νέους δεσμούς με τον κόσμο.
Ήταν αυτός που κατάλαβε ότι δεν αρκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να λέει απλώς «Αντισταθείτε στα μνημόνια», ή «βγείτε στους δρόμους», αλλά ότι χρειαζόταν να δώσει πολιτική λύση σε ένα πολιτικό πρόβλημα και αυτό σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να μιλήσει για αριστερή κυβέρνηση.
Ήταν αυτός που κατάφερε να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση αρχικά και μετά κυβέρνηση.
Ήταν αυτός που είχε το θάρρος να αναλάβει την ευθύνη του συμβιβασμού με την Τρόικα, αντί να κάνει «ηρωική έξοδο», και μετά να καταφέρει να βγάλει τη χώρα από τα Μνημόνια, αλλά και να αφήσει το «μαξιλάρι» των 37 δισεκατομμυρίων, που κράτησε τη χώρα όρθια και τα επόμενα χρόνια.
Ήταν αυτός που προτίμησε να λύσει το Μακεδονικό, μια εκκρεμότητα δεκαετιών, παρότι πλήρωσε βαρύ πολιτικό κόστος, αντί να το μεταφέρει ως «καυτή πατάτα» σε επόμενη κυβέρνηση.
Όμως, ταυτόχρονα ήταν αυτός που έχασε την ευκαιρία να «επανιδρύσει» τον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2019 και να τον κάνει ένα κόμμα προσαρμοσμένο σε μια νέα συνθήκη, όπου οι άνθρωποι ήταν πιο φοβισμένοι – θυμηθείτε το σοκ της πανδημίας – και πίστευαν ότι αυτό που τους χρειάζεται είναι «σταθερότητα».
Ήταν αυτός που άφησε το κόμμα να λειτουργεί με παλιές ρουτίνες και παλιά μυαλά.
Ήταν αυτός που αφέθηκε να «απομονωθεί» από την κοινωνία και να μην μπορεί να αντιληφθεί και να αναλύσει τις αλλαγές που ήταν σε εξέλιξη.
Ήταν αυτός που εμπιστεύτηκε μια νέα γενιά, που από τα αμφιθέατρα (στα οποία δεν ήταν καν «αρχηγοί») βρέθηκαν στα υπουργεία και πίστευαν ότι ήξεραν τα πάντα ενώ στην πραγματικότητα αγνοούσαν και την κοινωνία και την πολιτική.
Ήταν αυτός που αποδέχτηκε την αποτυχημένη όπως αποδείχτηκε τακτική του «ώριμου φρούτου» που στην πραγματικότητα διευκόλυνε τη Νέα Δημοκρατία.
Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και αυτός που αφέθηκε μόνος του στην προεκλογική εκστρατεία, αυτός που κανένα στέλεχος δεν ήθελε να βρεθεί στο πλάι του τη στιγμή της ήττας, αυτός που διάφοροι ήθελαν να «τελειώσουν» όσο πιο γρήγορα.
Και βέβαια, ήταν αυτός που μέχρι τελευταία στιγμή αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τα «μεγάλα συμφέροντα», ακόμη και όταν εφάρμοζε μνημόνια, ακριβώς γιατί ποτέ δεν του συγχώρησαν ότι δεν πήγε να «προσκυνήσει» όπως έκαναν όλοι οι ηγέτες κομμάτων εξουσίας μέχρι τότε.
Σε αυτό το φόντο, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Γιατί καταλάβαινε ότι δεν πήγαινε άλλο. Γιατί αναγνώρισε ότι κάποιος έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη. Γιατί ήθελε να μπορεί να κοιτάξει στα μάτια την κοινωνία.
Όμως, αυτό δεν ακυρώνει ότι ήταν αυτός που ηγήθηκε της μόνης φοράς που η Αριστερά έγινε εξουσία.
Τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ βλέπω ότι βιάζονται να απαλλαγούν από τον ίδιο και από την κληρονομιά του. Τον αντιμετωπίζουν σαν «τελειωμένο». Προσπαθούν να οριστούν ως το αντίθετο αυτού.
Και αυτός ορθά επιλέγει να μένει έξω από το κάδρο. Άλλωστε στην αριστερά δεν υπάρχουν «δαχτυλίδια» για να περάσουν από τη μια γενιά στην άλλη.
Σημαίνει αυτό ότι είναι όντως τελειωμένος;
Σημαίνει ότι έκλεισε ο πολιτικός του κύκλος;
Ότι από εδώ και πέρα απλώς θα γράφει απομνημονεύματα και θα παρακολουθεί τις εξελίξεις;
Κάπως δύσκολο να το φανταστεί κανείς αυτό για κάποιον που πρόλαβε να τα κάνει όλα αυτά πριν καλά – καλά φτάσει τα 50.
Και σίγουρα θα ήταν πολύ προβληματικό να πούμε ότι η χώρα και η αριστερά δεν χρειάζονται πια ηγετικές μορφές σαν τον Αλέξη Τσίπρα.
Εκτός και εάν όντως πιστεύουμε ότι η χώρα δεν χρειάζεται ποτέ ξανά μια αριστερά που να μπορεί να πάρει την εξουσία για να αλλάξει τα πράγματα.
Γιατί στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά από το αφήγημα που θέλει τον Τσίπρα να είναι απλώς κομμάτι της ιστορίας.
Γιατί, όπως ήδη έγραψα, αυτό που χρειάζεται δεν είναι μια νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένα νέο κόμμα.
Ένα κόμμα που να μπορεί να συμπεριλάβει τον ΣΥΡΙΖΑ, να τον συνεχίσει αλλά και να τον ξεπεράσει.
Αυτή η επανίδρυση της Αριστεράς, δεν θα είναι υπόθεση μιας μέρας.
Ούτε «μιας ζαριάς».
Θα απαιτήσει χρόνο, πολιτική οικοδόμηση, διανοητική προσπάθεια.
Θα πρέπει να πειστούν άνθρωποι που απομακρύνθηκαν από την πολιτική να επιστρέψουν, να μεταπειστούν όσοι παραμένουν δύσπιστοι, να κερδηθεί η εμπιστοσύνη μιας ολόκληρης νεώτερης γενιάς.
Θα πρέπει να οργανωθεί μια διαδικασία και μια συζήτηση που να τους συμπεριλαμβάνει.
Θα πρέπει να αναζητηθούν οι φυσικοί ηγέτες στις γειτονιές, τα κινήματα, τα σωματεία, αλλά και οι διανοούμενοι και οι τεχνοκράτες που θα βοηθήσουν να φτιαχτεί πρόγραμμα.
Και βεβαίως θα πρέπει εκεί να υπάρξει και ηγεσία.
Και τότε όχι δεν θα αρκούν τα «νέα πρόσωπα».
Θα χρειάζονται και αυτοί που θα εκπροσωπούν τη συνέχεια και το μέλλον μαζί.
Αυτοί που έγραψαν ιστορία και μπορούν να γράψουν ακόμη.
Ούτε η ιστορία της αριστεράς έχει τελειώσει, ούτε του Αλέξη Τσίπρα.
Όπως συχνά και ο ίδιος λέει: «το μέλλον διαρκεί πολύ».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Και πολλές φορές το παρελθόν δεν είναι ο καταλληλότερος οδηγός για το μέλλον. Όμως ας σημειώσω ότι οι δύο πολιτικοί που όρισαν για πολύ καιρό τι σημαίνει «προοδευτική παράταξη» στην Ευρώπη, ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε διάφορες στιγμές της μακράς καριέρας τους είχαν αντιμετωπιστεί ως «τελειωμένοι», όμως απέδειξαν ότι είχαν ακόμη πολλά να δώσουν.
ΠΗΓΗ: IN.GR, Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος