documento, 21/9/2023
Κώστας Βαξεβάνης
Αν οι μέχρι χθες υποψήφιοι για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύουν ότι η Δημοκρατία είναι θέμα αγώνων που απαιτούν χρόνο και επιμονή από την πλευρά της Αριστεράς, καλό θα ήταν ούτε να εκτίθενται με πολιτικές ανακυβιστήσεις μέσα σε μερικά λεπτά, ούτε να την βλέπουν ως εικόνα τους στον καθρέφτη.
Το απόγευμα της Κυριακής, όλοι οι υποψήφιοι Πρόεδροι, έκαναν ενθουσιώδεις δηλώσεις για τη συμμετοχή 150.000 μελών που επέλεξαν τα ψηφίσουν. Η συμμετοχή αυτή χαρακτηρίστηκε νίκη της δημοκρατικής διαδικασίας, απόδειξη της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ και υπόσχεση για το πολιτικό μέλλον. Και κατά πολλές έννοιες ήταν. Μόλις όμως έκλεισε η κάλπη, η Δημοκρατία χάλασε, μπαγιάτεψε και έγινε απειλητική εν ριπή οφθαλμού.
Δύο από τους υποψήφιους, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και η Έφη Αχτσιόγλου, με δηλώσεις τους, απέδωσαν στον εαυτό τους τα χαρακτηριστικά του πολιτικού που εντοπίζει το κακό που έρχεται από αυτόν που νίκησε στον πρώτο γύρο, δηλαδή τον Στέφανο Κασσελάκη.
Οι δύο δηλώσεις, έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος και νομίζω και διαφορετικές αφετηρίες. Η Έφη Αχτσιόγλου, εμφανώς πιεσμένη από το αποτέλεσμα, προφανώς ακολούθησε τις συμβουλές να προχωρήσει σε μια δήλωση που υπονοούσε ότι αποτελεί το στιβαρό πολιτικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ. Ακολούθησε ωστόσο τη συνταγή της μαύρης επικοινωνίας, απέδωσε δηλαδή στον αντίπαλό της επιπόλαια χαρακτηριστικά . Δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου:
«Σας καλώ να προσέλθετε στις κάλπες και την επόμενη Κυριακή διότι θα είναι καθοριστική. Θα καθορίσει αν τους αγώνες που έχουμε μπροστά μας θα τους δώσουμε με πολιτικούς όρους ή όχι, και μιλώ για τους αγώνες στη Βουλή και στην κοινωνία, αν θα τους δώσουμε με όρους σοβαρότητας εμπειρίας και ευθύνης. Δεν μπορούμε να πορευόμαστε στα θολά νερά των εύκολων λύσεων».
Η Αχτσιόγλου αδίκησε και τον εαυτό της και την ηθική της Αριστεράς την οποία επικαλείται και έχει επιδείξει. Και γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα ότι δεν είναι δικά της λόγια, αλλά φτηνό μοτίβο στο οποίο την τοποθέτησαν. Δεν είναι ούτε λογικό, ούτε δημοκρατικά συμβατό, να πανηγυρίζεις για τη συμμετοχή πλήθους μελών και μετά από δύο ώρες να αποκαλείς την πλειοψηφία τους, όσους δεν σε ψήφισαν δηλαδή ως «μη σοβαρούς και μη υπεύθυνους» που επέλεξαν μάλιστα «τα θολά νερά των εύκολων λύσεων». Η Δημοκρατία δεν είναι γιουβέτσι για να πάρουμε ολίγον από Δημοκρατία. Αν δεν αμφισβητείς ότι υπήρξαν δημοκρατικές διαδικασίες στις οποίες συναίνεσες, τότε αποδέχεσαι και το αποτέλεσμα, χωρίς να κάνεις διαχωρισμό ποιότητας ψήφου. Αυτό ακριβώς άλλωστε είναι η Δημοκρατία, το δικαίωμα να αποφασίζει κάποιος με βάση τη γνώμη και τις προτιμήσεις του και όχι τις δικές σου. Η δήθεν ποιοτική κατηγοριοποίηση της ψήφου, ειδικά όταν χάνεις, δεν δείχνει πολιτική ωριμότητα, αλλά ελιτισμό, ασέβεια στις διαδικασίες και αλαζονεία.
Η περίπτωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου είναι διαφορετική. Ας δούμε πρώτα τη δήλωσή του μετά την νίκη Κασσελάκη στον πρώτο γύρο:
«Είμαι αναγκασμένος να πω ότι η μεταπολιτική – η έμφαση στο πρόσωπο και την εικόνα – έχουν διεισδύσει εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Είναι προφανές ότι στην συνέχεια θα υπάρχει η ίδια επιμονή για την Αριστερά και την ουσία της πολιτικής».
Ο σκληρά αποτυχών υποψήφιος Τσακαλώτος, δεν εξηγεί την ήττα του, την πανωλεθρία του, αλλά θεωρεί ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, όντας επιπόλαια θύματα της μεταπολιτικής, της εικόνας και του φαίνεσθαι, έκαναν λάθος που δεν τον επέλεξαν. Πάλι φταίνε οι άλλοι που δεν έχουν την ικανότητα να καταλάβουν πού βρίσκεται το βάθος και το βάρος της πολιτικής. Το λογικό ερώτημα είναι γιατί δεν κατάφερε να το δείξει ο Τσακαλώτος, αλλά αυτό καλό είναι να το πει ο ίδιος.
Το θέμα δεν είναι ότι απέτυχε ο Τσακαλώτος, αλλά ποιος είναι ο Τσακαλώτος που απέτυχε. Υπήρξε κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως, αρχηγός μιας μεγάλης εσωκομματικής ομάδας που αντιπολιτεύτηκε τον πρώην πρωθυπουργό του. Αν αποφασίσουμε να βάλουμε ως κριτήριο τη μαρξιστική διαλεκτική, τότε θα πούμε ότι ο Τσακαλώτος είχε πεδίο μπροστά του να αποδείξει την αλήθεια του δια της πράξης. Είχε την ευκαιρία να αποδείξει ότι η αντιπαλότητά του με τον Τσίπρα, είχε πολιτική βάση στο κόμμα και δεν ήταν μια επιχείρηση φθοράς. Σε αυτή όμως την άσκηση διαλεκτικής, ο Τσακαλώτος πήρε μόλις 8,93% στις εκλογές. Το σοφό θα ήταν να κάτσει στην άκρη έχοντας βγάλει τα συμπεράσματά του, αντί να υποτιμά όσους ψήφισαν εναντίον του. Δεν το κάνει. Επιλέγει να επιδεικνύει τον εαυτό του ως σύστημα αναφοράς της Αριστεράς και ιδιοκτήτη του κόμματος που θα εξασφαλίσει μάλιστα την ουσία της Αριστεράς και τη πολιτικής. Πού θα το κάνει; Στο κόμμα που είναι ή χρησιμοποιεί την απαξίωση του ποσοστού Κασσελάκη και των ψηφοφόρων του για να δικαιολογήσει μια διασπαστική κίνηση;
Και επειδή είναι μια καλή ευκαιρία να ειπωθούν μερικά πράγματα για το φαινόμενο Κασσελάκη, καλό είναι να ειπωθούν. Είναι ένα πρόσωπο που μπήκε στην πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδα αιφνίδια. Η ζωή θα αποδείξει αν μπορεί να ανταπεξέλθει και πώς; Η ικανότητά του να υπερπηδήσει τα κομματικά συρματοπλέγματα και να καταστήσει τον εαυτό του νικητή, δεν είναι άνευ ουσίας. Αν πάλι υποθέσουμε ότι ο Κασσελάκης δεν έχει τίποτα άλλο από λάμψη και επικοινωνία (κατά τα πρότυπα μάλιστα Μητσοτάκη), τότε τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα γι’ αυτούς μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ που τον κατηγορούν. Δηλαδή όσοι εκπροσωπούν την πεφωτισμένη πρωτοπορία του κόμματος, αυτοί που όπως ισχυρίζονται σήκωναν ως Άτλαντες στις πλάτες τους τα πέτρινα χρόνια, έχασαν από έναν ομορφονιό μπουρδολόγο. Μα τότε το κόμμα αυτό έχει ήδη αποτύχει. Δεν μπορεί ούτε να κυβερνήσει, ούτε να φανεί χρήσιμο, αφού η πολιτική δυναμική του εξαντλείται σε αυθαίρετες παραδοχές που αποπνέουν πολιτικό ναρκισσισμό, εγωκεντρισμό και μάχη για την καρέκλα. Σίγουρα όχι για την κοινωνία.
Υπάρχουν πιο σοβαρά ακόμη προβλήματα που εκθέτουν όσους μιλούν και κρίνουν σχηματικά. Η Αριστερά σε όλο τον κόσμο, βρίσκεται σε αναζήτηση έχοντας εξ ανάγκης απαρνηθεί τις βεβαιότητές της. Ψάχνει να βρει νέους τρόπους να απαντήσει στις κοινωνίες, πώς πρέπει να πορευτούν μαζί. Οι πολιτικές αναλύσεις των τεχνητών διπολισμών και των αφορισμών, δεν μπορούν να πείσουν αυτόν που θεωρεί ευτυχία στη ζωή να έχει iphone και να καταγράφει like. Δεν έχει καταργηθεί η ταξική πάλη και οι αντιθέσεις, απλώς το σύστημα πείθει τον κόσμο ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Η Αριστερά δεν μπορεί να μιλάει με στόμφο αυτοϊκανοποίησης για τον εαυτό της και την ποιότητά της, ούτε να χρησιμοποιεί ως μέτρο της πολιτικής τον αέναο αναστοχασμό της και το ζύγισμα όλων των άλλων με σκοπό να τους βρει ελλιπείς. Οι πολίτες θέλουν απαντήσεις, όχι αναλύσεις. Θέλουν κυρίως πρόσωπα που δείχνουν να μπορούν να το επιχειρήσουν, όχι επαγγελματίες επετηρίδας .
Θα τα κάνει όλα αυτά ο Κασσελάκης; Οι προφητείες, είναι ό,τι χειρότερο στην πολιτική. Καλείται να το αποδείξει. Γιατί αυτός και όχι άλλος; Μα γιατί αυτός έχει επιλεγεί (αν τελικώς επιλεγεί). Όπως λέει ο φίλος Δημήτρης Ψ. , «η κάσα του Κασσελάκη μπορεί να είναι άδεια αλλά την ίδια ώρα δεν έχει τα γνωστά τέρατα και επιπλέον ο καθένας πιστεύει ότι μπορεί να τη γεμίσει με τις προσμονές του».
Θα κλείσω με αυτό που είχα γράψει ως επίλογο στο Editorial στο Documento της Κυριακής:
«Ο εχθρός είναι απέναντι και όχι στο κόµµα. Την επόμενη µέρα θα κληθούν όλοι να δώσουν μαθήµατα δημοκρατίας και κοµµατικής σύνθεσης. Πραγµατικής όµως και όχι σαν αυτήν που εµφάνιζε την οργανωµένη εναντίωση στον Αλ. Τσίπρα ως κουλτούρα δηµοκρατίας στο κόµµα».