iloveithaki.gr, fb, Arsenis Spiros, 2/3/2024
ΕΝΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΡΣΕΝΗ
πατήστε στον σύνδεσμο να το δείτε:
https://www.youtube.com/embed/RgSrZySTCUQ?si=K8m2dHGHpLWB3_yM
χειρῖδάς τ᾿ ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκ’: αὐτὰρ ὕπερθεν αἰγείην κυνέην κεφαλῇ ἔχε, πένθος ἀέξων. τὸν δ᾿ ὡς οὖν ἐνόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς γήραϊ τειρόμενον, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἔχοντα, στὰς ἄρ᾿ ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην κατὰ δάκρυον εἶβε. | και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει π γήλιος. Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας, να τυραννιέται απ᾿ τα γεράματα κι απ᾿ το βαρύ καημό του, τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω’ | |
235 | μερμήριξε δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρ᾿, ἠδὲ ἕκαστα εἰπεῖν, ὡς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾿ ἐς πατρίδα γαῖαν, ἦ πρῶτ᾿ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο. ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, | κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα να του τα πει, πως ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του, για αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντας τον; Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζονταν, το πιο καλό πως είναι, |
240 | πρῶτον κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι. τὰ φρονέων ἰθὺς κίεν αὐτοῦ δῖος Ὀδυσσεύς. ἦ τοι ὁ μὲν κατέχων κεφαλὴν φυτὸν ἀμφελάχαινε: τὸν δὲ παριστάμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός: «ὦ γέρον, οὐκ ἀδαημονίη σ᾿ ἔχει ἀμφιπολεύειν | να τον αγγίξει με τα λόγια του και να τον δοκιμάσει. Με τέτοιους λογισμούς προχώρησε στον κύρη του ο Οδυσσέας, κι ως τούτος το δεντράκι εσκάλιζε με κεφαλή σκυμμένη, ήρθε κοντά του ο γιος του ο ασύγκριτος κι αυτά τα λόγια του ‘πε: «Δε δείχνεις, γέροντα μου, αμάθητος να καλουργάς περβόλι’ |
245 | ὄρχατον, ἀλλ᾿ εὖ τοι κομιδὴ ἔχει, οὐδέ τι πάμπαν, οὐ φυτόν, οὐ συκέη, οὐκ ἄμπελος, οὐ μὲν ἐλαίη, οὐκ ὄγχνη, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον. ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δὲ μὴ χόλον ἔνθεο θυμῷ αὐτόν σ᾿ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾿ ἅμα γῆρας | όλα τα γνοιάζεσαι περίκαλα, κι απ᾿ τις βραγιές, τα φύτρα, απ᾿ τις συκιές, από τα λιόδεντρα, τις αχλαδιές, το αμπέλι η έγνοια η δικιά σου δεν απόλειψε στο χτήμα τούτο μέσα. Όμως κάτι άλλο εγώ θα σου ‘λεγα και μην κακοκαρδίσεις: Τον ίδιο εσένα ποιος τον γνοιάζεται; τα γερατιά σε δέρνουν |
250 | λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι. οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ᾿ οὔ σε κομίζει, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος: βασιλῆϊ γὰρ ἀνδρὶ ἔοικας. τοιούτῳ δὲ ἔοικας, ἐπεὶ λούσαιτο φάγοι τε, | βαριά, και τριγυρίζεις άλουστος και κακοφορεμένος! Απρόκοπος δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει’ μα ουδέ και σκλάβος απ᾿ τα ανάριμμα κι από την όψη δείχνεις, όταν σε δει κανένας᾿ πιότερο μαθές με ρήγα μοιάζεις — με ρήγα μοιάζεις, που σα λούστηκε κι απόφαγε, σε στρώμα |
255 | εὑδέμεναι μαλακῶς: ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων. ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, τεῦ δμὼς εἶς ἀνδρῶν; τεῦ δ᾿ ὄρχατον ἀμφιπολεύεις; καὶ μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ, εἰ ἐτεόν γ᾿ Ἰθάκην τήνδ᾿ ἱκόμεθ᾿, ὥς μοι ἔειπεν | να κοιμηθεί γλυκά θα ταίριαζε᾿ τι αυτά στο γέρο πρέπουν. Μον᾿ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου: Ποιος είναι ο αφέντης που το χτήμα του δουλεύεις; πως τον λένε; Σε τούτο ακόμα δώσ᾿ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω, αν είναι η Ιθάκη αύτη που φτάσαμε, καθώς πιο κει, πριν λίγο, |