
iloveithaki.gr, 28/3/2025, εστάλει από Βασίλη Σιμήρη
Μαρτυρία Ευδοξίας Δεληγιαννίδη: Οι Τούρκοι μάς εκμεταλλευόντουσαν, ό,τι ήθελαν γύρευαν
Από τις κακουχίες έχασε τη μητέρα και την αδελφή της και για να έρθει στην Ελλάδα, αναγκάστηκε να ταξιδέψει στο αμπάρι ενός πλοίου που κουβαλούσε κάρβουνο
Η Ευδοξία Δεληγιαννίδη γεννήθηκε στον παραθαλάσσιο οικισμό Παθερίο, περίπου 1 χλμ. ανατολικά της Ινέπολης. Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας και Ινέου. Επρόκειτο για τον μεγαλύτερο από τους τέσσερις οικισμούς της περιφέρειας Ινεπόλεως, με μικτό πληθυσμό, αποτελούμενο από περίπου 450 ελληνικές και 30-40 τουρκικές οικογένειες, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί σε χωριστό μαχαλά.
Οι Έλληνες κάτοικοι διατηρούσαν ενοριακό ναό αφιερωμένο στον Άγιο Βασίλειο, και στις αρχές του 20ού αιώνα δημιουργήθηκε η Κεντρική Αστική Εμπορική Σχολή, όπου φοιτούσε το σύνολο των μαθητών της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοι ήταν ως επί το πλείστον τεχνίτες, υποδηματοποιοί, ράφτες, κτίστες, πετράδες, σιδηρουργοί, και εργάζονταν κυρίως στην Ινέπολη.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Οι Τούρκοι βάζανε τελάλη στην αγορά και διαλαλούσαν τις νίκες. Διαβάζαμε και τα νέα στις εφημερίδες και ξέραμε την κατάσταση. Τα χωριά είχαν ερημώσει από τους άντρες, τους είχαν στείλει εξορία. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι είχαν μείνει.
Εμείς οι γυναίκες πλέκαμε και κεντούσαμε, κοιτάγαμε να βγάλουμε καμιά δεκάρα να στείλουμε στους εξορίστους.
Τέλη Οκτωβρίου ήταν που δόθηκε η διαταγή να φύγομε. Αμέσως άρχισε να ετοιμάζεται ο κόσμος. Κάθε μέρα έφευγαν μπουλούκια μπουλούκια, παρέες από συγγενείς και γειτόνους. Με δικά μας έξοδα φύγαμε. Από τα πράματά μας πήραμε μόνο τ’ απαραίτητα. Τ’ άλλα τ’ αφήσαμε. Όσα θέλαμε μπορούσαμε να πάρομε, δεν μας εμπόδιζαν, στοίχιζε όμως πολύ η μεταφορά. Οι Τούρκοι μάς εκμεταλλευόντουσαν, ό,τι ήθελαν γύρευαν.
Για να φύγομε, έπρεπε να βγάλομε άδεια. Κοιτούσαν μήπως χρωστάμε στο δημόσιο. Όταν πήγα να βγάλω εγώ την άδειά μας, μου είπανε πως χρωστάμε. Ήξερα πως ο πατέρας μου ήταν τακτικός και δεν άφηνε χρέη. Ζήτησα να κάνουν έλεγχο. Άνοιξαν τα βιβλία και είδαν πως δεν χρωστάμε τίποτα.
Αυτοί μας εκβιάζανε για να μας πάρουν χρήματα.
Εμείς φύγαμε αρχές Δεκεμβρίου του 1922. Ησυχία είχαμε στο χωριό, δε συνέβη τίποτα. Οι Τούρκοι γειτόνοι έλεγαν στον πατέρα μου: «Κυρ-Γιάννη, μη φεύγεις». Δεν είχαμε μεταξύ μας τίποτα το εχθρικό. Παρ’ όλα αυτά το φόβο τον είχαμε, δεν κυκλοφορούσαμε τα βράδια.
Τούρκικα πλοία και ξένα μετέφεραν τον κόσμο. Εμείς φύγαμε μ’ ένα γαλλικό. Φορτωθήκαμε τα πράματα στην πλάτη και τα πήγαμε στην αγορά. Μετά λίγα λίγα τα κατεβάσαμε στο μώλο και περιμέναμε το καράβι. Ο πατέρας μου, εγώ και δύο αδελφές μου ήμαστε. Ο αδελφός μου έλειπε εξορία. Στην πρώτη εξορία, από τις κακουχίες χάσαμε τη μητέρα μου και την αδελφή μου.
Με το γαλλικό καράβι πήγαμε στην Πόλη. Εκεί μας απαγορέψανε να βγούμε και να παραμείνομε. Πολλοί που είχαν φύγει πριν από μας, βρισκόντουσαν ακόμα στην Πόλη. Δεν ξέρω γιατί μετά βγάλανε αυτή τη διαταγή, έλεγαν πως είχε πέσει αρρώστια. Μια βδομάδα μείναμε στην Πόλη περιμένοντας πλοίο. Μετά ήρθε ένα ελληνικό φορτηγό, που κουβαλούσε κάρβουνο. Κάτω στ’ αμπάρι μάς έβαλαν, είχε κόσμο πολύ μέσα, έφερνε Λαζούς από τη Σινώπη και την Τραπεζούντα. Στο λιμάνι της Πόλης δε βγήκαμε καθόλου, έβαλαν σανίδες από το ένα πλοίο στο άλλο και πέρασε ο κόσμος.
Το πλοίο μάς έβγαλε στην Ιθάκη. Από την ώρα που φύγαμε από την Ινέπολη, κάναμε ένα μήνα μέχρι να φθάσομε. Αρχές Ιανουαρίου του 1923 φθάσαμε στην Ιθάκη. Εκεί μας κράτησαν δυο μέρες στο πλοίο και μετά μας επιτρέψανε να βγούμε. Εμείς βγήκαμε από τους τελευταίους. Μας έπεσαν τα πράματα στη θάλασσα και καθυστερήσαμε ώσπου να τα βγάλουμε. Άλλους τους έβαλαν σε σπίτια, άλλους σε σχολεία, εμάς σε μια αποθήκη. Μας έδιναν τον πρώτο καιρό συσσίτιο, ψωμί, ελιές, τυρί, τέτοια πράματα. Και στο πλοίο το ελληνικό μας ταΐζανε.
Οι ντόπιοι ούτε μας πλησιάζανε, μας φοβόντουσαν. Μας κοιτάζανε μέσα από τα παντζούρια, απέφευγαν να μας χαιρετούν.
Υπήρχε μια δυσπιστία στην αρχή, αλλά με την πάροδο του χρόνου άλλαξαν τα πράματα. Αυτοί είναι καλοί άνθρωποι, λέγανε όταν μας γνωρίσανε. Κι αυτοί ήταν καλοί. Εμείς, κάτι γειτόνους που είχαμε, μας περιποιήθηκαν πολύ.
Ένα χρόνο μείναμε μέσα στην Ιθάκη κι ένα σ’ ένα χωριό, στο Κιόνι. Με διορίσανε εκεί δασκάλα. Μετά ανταμώσαμε με τον αδελφό μου, που γύρισε από την εξορία. Έμαθε πως είμαστε στην Ιθάκη κι ήρθε και μας βρήκε. Μετά, αυτός με την αδελφή μας μαζί φρόντισαν κι ήρθαμε στην Αθήνα. Το 1925 εγκατασταθήκαμε στους Ποδαράδες.