
iloveithaki.gr, 17/4/2025
Ο κόσμος δεν κλαίει πια. Όχι επειδή δεν πονά, αλλά επειδή δεν “βολεύει”. Κλάμα και συναίσθημα δεν είναι μοντέρνα – είναι «αδυναμίες». Άσε που λεκιάζουν την εικόνα, κι αυτήν την προσέχουμε. Δάκρυ; Μόνο για καμιά καλοσκηνοθετημένη ανάρτηση. Στην πραγματικότητα, το κλάμα το φοβόμαστε όπως οι πλούσιοι φοβούνται τη φτώχεια: μην κολλήσει πάνω μας.
Και το γέλιο; Έγινε προϊόν. Γέλιο κονσερβοποιημένο, με φίλτρο και κατευθυνόμενη χρήση. Γελάμε όταν είναι ασφαλές, όταν συμφέρει, όταν «παίζει καλά». Όχι όταν το νιώθουμε. Δεν γελάμε με την ψυχή — γελάμε για να μη φανεί πόσο την έχουμε χάσει.
Ζούμε σε μια κοινωνία που δεν παράγει πια ούτε ιδέες ούτε όνειρα. Η μοναδική απασχόληση; Η απάτη. Πώς θα ξεγελάσουμε, θα εξαπατήσουμε, θα κλέψουμε ο ένας τον άλλον — αν όχι με χρήμα, τότε με εικόνα, με ψεύτικες λέξεις, με “καλοσύνη επί παραγγελία”. Η μαγκιά δεν είναι να είσαι έντιμος· η μαγκιά είναι να «την κάνεις» χωρίς να σε καταλάβουν. Και το ηθικό πλεονέκτημα; Ας γελάσουμε.
Καταντήσαμε να κοιτάμε τους ανθρώπους στα μάτια και να μην βλέπουμε τίποτα. Μόνο οθόνες. Απαντήσεις αυτόματες, λόγια έτοιμα για κατανάλωση. Πού πήγε η συγκίνηση; Πού πήγε η σπίθα; Πού πήγε η ανθρωπιά; Πού πήγε το «μαζί»;
Κι όμως — υπάρχει ακόμα μια ρωγμή. Και ξέρεις τι λένε, απ’ τις ρωγμές μπαίνει το φως.
Μέσα σε όλη αυτή την παγωμάρα, σε μια γωνιά του κόσμου, κάποιος είδε σήμερα μια παπαρούνα έξω απ’ το αμπρί του. Μια τόση δα κόκκινη πινελιά σ’ έναν γκρι φόντο. Και τον άγγιξε η ελπίδα.
Κι όπως το πουλί που πάει κλαδί-κλαδί, έτσι κι εμείς. Περπατάμε ακόμη. Στο μονοπάτι της μνήμης, ακουμπώντας σ’ ό,τι αληθινό μας απέμεινε. Σε μια λέξη. Σε μια ανάμνηση. Σε μια αγκαλιά.
Η ελπίδα δεν φωνάζει, δεν κραυγάζει. Αλλά υπάρχει. Σαν ρίζα που δεν φαίνεται, αλλά θρέφει. Σαν παπαρούνα που βγαίνει μέσα απ’ την πέτρα. Σαν εκείνη την ελάχιστη σπίθα που επιμένει να καίει, ακόμα κι όταν όλα δείχνουν σβηστά.
Και κάπου εκεί, ίσως ξαναβρούμε το γέλιο. Το δάκρυ. Τον άνθρωπο.
Και την ψυχή μας — εκεί που την αφήσαμε.
το μαγικό κουτί του ρίτσου
Ζούμε στ’ αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ’ έξω απ’ την τρύπα ο θάνατος περιμένει.
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.
Φουσκώνουν της ζωής μας τα πελάη
σ’ όλες τις φλέβες μου, αίμα μου κυλάει
της Μαριγώς το φλογερό φιλί…
(θέλω να πω, μητέρα μου, για κείνο
το φιλί της που μούδωσε δειλή
προτού για την πατρίδα μας μακρύνω).
Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει,
μα ο πόλεμος, τη νιότη μου σκεπάζει
και με ατσάλι αναμμένο με κεντά
όμως, μέσα μου η καρδιά μου δε λυγίζει.
Μητέρα, εδώ, στο θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει.
Μάνα, μιά παπαρούνα σήμερα είδα
έξω απ’ τ’ αμπρί και μ’ άγγιξε η ελπίδα.
Σαν το πουλί, που πάει κλαδί-κλαδί,
παίρνω και γώ στρατί το μονοπάτι,
στης μνήμης ακουμπώντας το ραβδί,
ν’ αράξω στο χωριό ψυχή και μάτι.
Τέτοιον καιρό μας δέχονταν οι κάμποι,
μες’ απ’ τα φύλλα βλέπαμε να λάμπει
η θάλασσα γαλάζια και στιλπνή
οι νεραντζιές ευώδιαζαν τις ώρες
κι ακούαμε στη σιωπή την αυγινή
στη χλόη να πέφουν οι οπώρες.
Της Κυριακής τα βράδια, καθισμένοι
στης αυλής το πεζούλι ειρηνεμένοι,
αφουγκραζόμασταν εκστατικοί
του τριζονιού τις τρίλλιες απ’ το φράχτη
και πλάι μου εσύ, σα Μοίρα φιλική,
της στοργής σου ξετύλιγες τ’ αδράχτι.
Στον ουρανό ένα-ένα ανάβαν τ’ άστρα
κι άνθιζαν τ’ άστρα στου νού μας τη γλάστρα
κι όλα είταν γύρω αγνά, γλυκά, ιερά,
και μου είταν η καρδιά τόσο καθάρια
που ήθελα να χαϊδεύω τρυφερά
τους ανθρώπους, τα ζώα και τα λιθάρια.