26.07.2017, 23:48 | εφσυν
Κώστας Ζώρας*
Λιτές ως προς τη διατύπωσή τους και κατηγορηματικές ως προς το περιεχόμενό τους αναφορές του ισχύοντος Συντάγματος, όπως «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» (άρθρο 87, παρ. 2) ή «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα» (άρθρο, 93 παρ. 4) δεν αναιρούν την εξής σωβούσα μεν, αλλά πάντοτε μείζονος σημασίας κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα:
«Οι δικαστές μπορεί να είναι πολιτικά πρόσωπα υπό δύο έννοιες: μπορούν να υπόκεινται σε εξωτερική ή εσωτερική μεροληψία» (βλ. Andrew Heywood, «Εισαγωγή στην πολιτική», δ΄ έκδ., μτφρ. Γ. Μεταξάς, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2014, σσ. 438-445).
Εξωτερική μεροληψία προκύπτει όταν πολιτικές συλλογικότητες, κόμματα, Βουλή, κυβέρνηση ή εξουσιαστικοί παράγοντες του πολιτικού συστήματος, οικονομική ολιγαρχία, ποικίλες ελίτ, ιδιοκτήτες συστημικών ΜΜΕ, ασκούν αποφασιστική πίεση και επιρροή στη δικαστική εξουσία.
Η εσωτερική μεροληψία προέρχεται από τις ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, ταξικές, φυλετικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις των δικαστών ως δρώντων, στο πλαίσιο μιας δικαστικής απόφασης, υποκειμένων.
Ειδικότερα οι δικαστές εμπλέκονται έμμεσα στην πολιτική διαδικασία όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν διατάξεις του Συντάγματος, κυρίως στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων αλλά όχι μόνον, δηλαδή κείμενα διατάξεων κατ’ εξοχήν ιδεολογικού, πολιτικού και κοινωνικού (βλ. ταξικού) προσδιορισμού (βλ. Andrew Heywood, στο ίδιο, σ. 445).
Μπροστά σε αυτή τη δυσεπίλυτη νομική, δογματική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, η ομάδα των έξι επιστημόνων, που εμφανίσαμε ενώπιον του λαού την προοδευτική άποψη αναθεώρησης του Συντάγματος, κατέληξε στις εξής προτάσεις επί του συγκεκριμένου ζητήματος:
● Προτείνεται η κατάργηση της επιλογής των ηγετικών κορυφών της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο και η επιλογή τους από τον ΠτΔ από κατάλογο με τριπλάσιο αριθμό από τις προς κατάληψη θέσεις, που προτείνονται από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων (άρθρο 90, παρ. 5).
● Προτείνεται, ως αποτελεσματικότερη μορφή συνδυασμού του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων η εξής διαδικασία: όταν οποιοδήποτε δικαστήριο κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική, υποχρεώνεται να αναστέλλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να παραπέμπει το ζήτημα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφαίνεται με δεσμευτική δύναμη για όλα τα δικαστήρια (άρθρο 100, παρ. 5). Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται η δυνατότητα όλων των δικαστηρίων να συνεχίζουν να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, αλλά επιταχύνεται σημαντικά η σχετική διαδικασία και αποφεύγεται ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων.
● Προτείνεται ως εξής η συγκρότηση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, κομβικού θεσμού για την εν συνόλω λειτουργία του δικαστικού, επομένως και του πολιτικού συστήματος (εκδικάζει και τον προτεινόμενο νέο θεσμό, της ένστασης, δηλαδή, περί την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα νόμου πριν από τη δημοσίευσή του): Συγκροτείται από εννέα μέλη (ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς ή πρωτοβάθμιους καθηγητές νομικών μαθημάτων ΑΕΙ). Τρία από αυτά ορίζονται από τον ΠτΔ, τρία από τη Βουλή με ψηφοφορία, κατά την οποία κάθε βουλευτής μπορεί να ψηφίσει μόνον έναν υποψήφιο, και τρία με απλή πλειοψηφία σε ψηφοφορία του συνόλου των δικαστών του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 100, παρ. 2).
Συμπερασματικά επί των προτάσεων αυτών:
Αναφέρονται προφανώς σε πολιτικό σύστημα πλουραλιστικής δομής, με επίκεντρο τη δημοκρατική αρχή και τη λαϊκή κυριαρχία, και όχι σε πολιτικό σύστημα ολοκληρωτικής ή ημιολοκληρωτικής φύσης, όπου οι δικαστές εμφανίζονται ως απλοί λειτουργοί του καθεστώτος (π.χ. Ελλάδα 1967-1974 ή 1950-1967).
Και η δικαστική εξουσία πηγάζει από το λαό και υπόκειται, ενδεχομένως, στους πραγματικούς όρους άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας.
Ο διαχωρισμός του δικαίου από την πολιτική είναι τόσο σχετικός όσο σχετική είναι η αποστασιοποίηση των δικαστών από τις συνθήκες εξωτερικής ή εσωτερικής μεροληψίας.
Στην επιλογή των ανώτατων δικαστών συμπράττουν ο ΠτΔ, η πλειοψηφία της Βουλής, η μειοψηφία στη Βουλή, δηλαδή η αντιπολίτευση, και οι ίδιοι οι δικαστές, με στόχο την πολλαπλότητα των παραγόντων της εσωτερικής (βλ. υποκειμενικής) μεροληψίας, και ως αντίρροπη δύναμη, πρωτίστως απέναντι στους παράγοντες της «επικινδυνότερης» εξωτερικής μεροληψίας.
*Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: