15.10.2017, 06:46 | εφσυν
Κάθε φορά που στη δημόσια συζήτηση μπαίνει ένα θέμα που έχει σχέση με τα ατομικά δικαιώματα και ακουμπά τον πυρήνα του χριστιανικού δόγματος η Ιεραρχία της Εκκλησίας αντιδρά -άλλοτε ήπια, άλλοτε δυναμικά, άλλοτε με εξαλλοσύνη- και προσπαθεί να εμποδίσει να γίνει νόμος του κράτους. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της (κόμματα, δημοσιολόγους, άμβωνες) προκειμένου να αναγκάσει τις κυβερνήσεις να υποχωρήσουν. Η δύναμή της είναι μεγάλη.
Κανείς δεν πρέπει να την υποτιμά. Η εντύπωση που επικρατεί σ’ ό,τι αφορά τις σχέσεις Κράτους-Ιεραρχίας είναι ότι το πάνω χέρι έχουν οι δεσπότες, μερικοί εκ των οποίων λειτουργούν σαν κομματάρχες παλιάς κοπής. Είναι έτσι; Εχουμε να κάνουμε μ’ έναν μύθο.
Η διαιώνισή του βολεύει και την πολιτική εξουσία για να δικαιολογεί την καθυστέρηση στην προώθηση των αναγκαίων αλλαγών, βολεύει όμως και την Ιεραρχία για να πείθει τους πιστούς ότι αυτή κάνει κουμάντο. Πράγματι, η ηγεσία της ελλαδικής Εκκλησίας έχει αντισταθεί σε όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που κατά την κρίση της έθιγαν τη θρησκεία και τον θεσμό της οικογένειας.
Σε πολλές περιπτώσεις απέτυχε παταγωδώς. Διαφωνούσε με την καθιέρωση του πολιτικού γάμου. Ηττήθηκε. Διαφωνούσε με το αυτόματο διαζύγιο. Ηττήθηκε. Διαφωνούσε με την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Ηττήθηκε. Διαφωνούσε με το σύμφωνο συμβίωσης. Ηττήθηκε. Διαφωνούσε με τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Ηττήθηκε.
Διαφωνούσε με την κατάργηση του υποχρεωτικού θρησκευτικού όρκου στα δικαστήρια. Ηττήθηκε. Διαφωνούσε με τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ηττήθηκε (κατά κράτος).
Εχει βεβαίως σημειώσει και νίκες. Υποχρέωσε πρωθυπουργούς (Αν. Παπανδρέου, Αλ. Τσίπρας) να καρατομήσουν υπουργούς (Τρίτσης, Φίλης), κοντράρει στο θέμα των αποτεφρωτηρίων και της δημιουργίας μουσουλμανικού τεμένους, αμύνεται σθεναρά στην αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, δεν σηκώνει κουβέντα για τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και φυσικά το κορυφαίο όλων μέτωπο για την Ιεραρχία είναι οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας.
Στο τελευταίο έχει καταφέρει να αποτρέψει κόμματα που είχαν στο κυβερνητικό πρόγραμμά τους τον πλήρη διαχωρισμό (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) να μην υλοποιήσουν τη δέσμευσή τους απέναντι στον ελληνικό λαό και έχει πείσει (δεν χρειάστηκε να ασκήσει καθόλου πίεση) τη συντηρητική παράταξη ότι δεν πρέπει να γίνει καμιά τροποποίηση στο σχετικό άρθρο του Συντάγματος.
Συμπέρασμα: Οποτε η πολιτεία απέκρουσε τους εκβιασμούς και αποφάσισε να πράξει τα αυτονόητα, αδιαφορώντας για το κόστος, το αποτέλεσμα τη δικαίωσε σε βάθος χρόνου. Χαμένες είναι οι μάχες που δεν δίνονται.
Η αντιπαράθεση που έγινε εντός και εκτός Βουλής με αφορμή το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου είχε μερικές καλές στιγμές (ανταλλαγή σοβαρών επιχειρημάτων), είχε πολλές κακές στιγμές (απειλή για το άβατο του Αγίου Ορους, στρατιωτική θητεία, σεξισμός, συνειδητή παραπληροφόρηση), είχε και στιγμές ελαφρότητας (τα περί εξωγήινων του κ. Μητσοτάκη και το «κουβεντιάζουμε για σαχλαμαρίτσες» που είπε ο αρχιεπίσκοπος).
Ανέδειξε όμως και μια διάσταση που αφορά κυρίως την Αριστερά. Είναι τα ατομικά δικαιώματα μια υπόθεση που πρέπει να απασχολεί την Αριστερά και οφείλει να δίνει καθημερινά αγώνες για να διευρυνθούν και να κατοχυρωθούν νομοθετικά ή πρόκειται για αστικές επινοήσεις που στόχο έχουν τη χειραγώγηση των πολιτών και άρα είναι δευτερεύουσας σημασίας γιατί προέχουν η ταξική πάλη και το κοινωνικό ζήτημα;
Μπορείς να ρίχνεις το βάρος σου μόνο σε θέματα που αναφέρονται σε μειονότητες, αδιαφορώντας για τις ανισότητες, την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων στους εργασιακούς χώρους, την ανεργία, τη φτωχοποίηση, την εκμετάλλευση;
Υπάρχει ένα κομμάτι του πολιτικού προσωπικού που δηλώνει προοδευτικό και αριστερό (οι αντίπαλοί του χρησιμοποιούν για να το περιγράψουν τον όρο Bo-Bo, δηλαδή μποέμ-μπουρζουά) το οποίο εξαντλεί τη δράση του στα πεδία των ατομικών δικαιωμάτων, της προστασίας των μειονοτήτων και των πολιτικών ελευθεριών.
Υποβαθμίζει το κοινωνικό ζήτημα, είτε γιατί έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πιο εύκολα σήμερα μπορείς να φανταστείς την καταστροφή του πλανήτη παρά την ανατροπή του καπιταλισμού είτε γιατί θεωρεί ότι στην παρούσα φάση το θέμα του σοσιαλισμού δεν είναι πουθενά στον κόσμο στην ημερήσια διάταξη, συνεπώς πρέπει να αγωνιστούμε για τον εξανθρωπισμό του.
Είναι αυτή η Αριστερά που κατά τον Serge Xalimi «παρέδωσε τα όπλα σε θέματα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά, διέρρηξε τους δεσμούς της με το επαναστατικό παρελθόν της, προσπάθησε να τα υποκαταστήσει με μια ευρωπαϊκή ουτοπία, κοσμοπολίτικη και αντιρατσιστική, ένα κράμα από προγράμματα Erasmus και συνθήματα όπως “μην πειράζεις τον κολλητό μου”» (Monde diplomatique από την «Αυγή», 26.1.2014).
Υπάρχει όμως και μια άλλη Αριστερά (στην Ελλάδα την εκπροσωπούν το ΚΚΕ και ορισμένες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις), η οποία πιστεύει ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεν είναι δυσφήμηση του κομμουνιστικού ιδεώδους (κάνει λόγο για λάθη και παραλείψεις), θεωρεί ότι ο καπιταλισμός δεν σηκώνει διορθώσεις και ότι η αποκαλούμενη «Αριστερά των δικαιωμάτων» παίρνει ανώδυνες πόζες ριζοσπαστισμού, διεκδικεί μικροβελτιώσεις και σε τελική ανάλυση είναι το δεκανίκι του συστήματος. Ούτε η μία ούτε η άλλη εκδοχή, στη στενή έννοιά τους, εκφράζουν το σύμπαν της Αριστεράς. Το ζητούμενο είναι ο συνδυασμός τους.