Ο καπιταλισμός ιστορικά είναι το σύστημα που έβαλε την ανθρωπότητα στην «πλανητική εποχή», ενοποιώντας την ανθρώπινη ιστορία και απωθώντας «διά πυρός και σιδήρου» κάθε τι το τοπικό και μερικό. Οπως λέει ο Εντγκάρ Μορέν, «με την κατάκτηση των Αμερικών, τον περίπλου της γήινης σφαίρας από τους Πορτογάλους και Ισπανούς θαλασσοπόρους, ο πλανήτης μπαίνει σ’ ένα σύστημα διεπικοινωνίας που θα αναπτύσσεται ακατάπαυστα».
Η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα λειτούργησε σαν επιταχυντής αυτής της διεργασίας, η οποία κωδικοποιήθηκε στον όρο «παγκοσμιοποίηση». Ο καθολικός εκχρηματισμός της οικονομίας, η κατάργηση των εμπορικών συνόρων, η ραγδαία ανάπτυξη της πληροφορικής και η γιγαντιαία επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησαν στην καθυπόταξη των εθνικών κρατών και στην υπαγωγή της πολιτικής στην εξουσία των οικονομικών ελίτ.
Τις δεκαετίες αυτές η ευρύτερη Αριστερά έλαμψε διά της απουσίας των ιδεών της, αφού η μεν Σοσιαλδημοκρατία μετατράπηκε σε «ακραίο Κέντρο» υλοποιώντας το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, η δε ριζοσπαστική Αριστερά είτε βυζαντινολογούσε για το φύλο των αγγέλων και την «ιστορική κληρονομιά» είτε –επαναπαυόμενη στην ασφαλή αντιπολίτευση της καταγγελίας– συμμετείχε με τον τρόπο της στον πολιτικό και ιδεολογικό ευνουχισμό του όποιου εργατικού κινήματος. Ενα άλλο κομμάτι της προσχωρούσε αργά αλλά σταθερά στον λεγκαλισμό και στον (συν)κυβερνητισμό με τους εκπροσώπους της άλλης πλευράς ή στην ιδέα της «υπεύθυνης Αριστεράς» που δεν φοβάται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Το αποτέλεσμα ήταν η Σοσιαλδημοκρατία να δυσφημιστεί σε σημείο που να θεωρείται πιο αυθεντικός εκπρόσωπος των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων ακόμα και από τη Δεξιά (Μπλερ, Σρέντερ, Κλίντον, Ρέντσι κ.λπ.), ενώ η Αριστερά –πάντα χωρίς σχέδιο και νέες ιδέες– να διασπαστεί ανάμεσα σε καταγγελία και (κυβερνητική) διαχείριση της μιζέριας. Με μακρά ιστορία ενδοαριστερών εμφύλιων σπαραγμών, με τα γνωστά δραματικά τους αποτελέσματα, η Αριστερά σήμερα κινείται μεταξύ ενός εσωστρεφούς μαξιμαλισμού και μιας επιχείρησης εξωραϊσμού μιας πραγματικότητας που παραμένει (και θα παραμείνει για πολύ) μνημονιακή ή κρυφομνημονιακή και υποθηκευμένη στους δανειστές.
Αυτό που χρειάζεται είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα για το Σχέδιο Β, να επεξεργαστούμε εναλλακτικές που να εμπεριέχουν τον αγώνα, τη συνέπεια, αλλά και τον απαιτούμενο ρεαλισμό, διότι χωρίς αυτόν δεν πάμε πουθενά. Ταυτόχρονα σε αδιέξοδο και κοινωνική παθητικότητα, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα και στρεβλά εκλαμβάνεται σαν ανοχή και συναίνεση, οδηγεί και η επιμονή στο αριστερής κοπής αφήγημα της ανάπτυξης και την εξόδου από την επιτροπεία. Για να πετύχουμε αυτή την επανασύνδεση χρειάζεται θεωρητική και πρακτική δουλειά, επεξεργασμένες θέσεις, ανάλυση της διεθνούς κατάστασης και, φυσικά, συμμαχίες. Πάνω απ’ όλα η Αριστερά πρέπει να επαναθεμελιώσει την πολιτική της πάνω σε εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία της προσέδωσαν ιστορικά το ηθικό πλεονέκτημα: εντιμότητα, ειλικρίνεια και πρόσδεση στα λαϊκά συμφέροντα.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η συνεπαγόμενη ιδεολογική ηγεμονία μιας ρεβανσιστικής Δεξιάς διεθνώς, αλλά και η επανάκαμψη των απορριμμάτων της Ιστορίας (εθνικισμός, ρατσισμός, μιλιταρισμός) σαφώς επηρέασαν την εξέλιξη της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες. Δίνουν όμως την ευκαιρία και για αναστοχασμό, ενώ ανοίγουν και νέους δρόμους αντίστασης και δράσης, τους οποίους πρέπει να ακολουθήσει η Αριστερά, εάν θέλει να υπάρξει και στο μέλλον ως θετική και όχι μοιραία δύναμη.