Στο γνωστό τηλεριάλιτι μαγειρικής, οι κριτές κοιτάνε με περισπούδαστο ύφος το πιάτο που μόλις άφησε μπροστά τους ο διαγωνιζόμενος. Τρεις-τέσσερις βραστές γαρίδες από τη μια, λιγοστό ρύζι από την άλλη και στη μέση μερικά παντζάρια με σάλτσα. Το φέρνουν από δω, το στρίβουν από κει και πιάνουνε ψιλή κουβέντα για την εμφάνισή του, ενόσω εσύ σκέφτεσαι πως τόση ώρα που το συζητάνε, θα έχει παγώσει το φαΐ και δεν θα τρώγεται με την ίδια ευχαρίστηση.
Με δυσπιστία πιάνουν το μαχαιροπίρουνο κι ίσα που τσιμπάνε μια μπουκίτσα στην ακρούλα, που την αναμασούν για ώρα κάνοντας διάφορες γκριμάτσες και κοιτάζοντας με νόημα ο ένας τον άλλον. Κι έπειτα αρχίζουνε την κριτική· με αυστηρό παράστημα, ωσάν να εξετάζουνε διδακτορική διατριβή, επιπλήττουν τον διαγωνιζόμενο επειδή ήταν λιγάκι άβραστες οι γαρίδες, αλλά κυρίως γιατί απέτυχε η «γέφυρα» του παντζαριού, που δεν κατάφερε, λέει, να «δέσει» τις γαρίδες με το ρύζι.
Κι εσύ, άναυδος τηλεθεατής, αναρωτιέσαι πότε ανήχθη σε τόσο σπουδαία επιστήμη η μαγειρική ώστε να χρειάζεσαι γνώσεις μηχανικής για να αντεπεξέλθεις. Εσύ, ο αδαής, αν είχες μπρος σου τέτοιο πιάτο, θα το ‘χες ήδη καταβροχθίσει δίχως πολλή συζήτηση και θα ‘λεγες κι «ευχαριστώ». Αλλωστε, μέσα σε τέτοια οικονομική δυσπραγία, γίνανε είδος πολυτελείας όχι μονάχα οι γαρίδες, αλλά και τα παντζάρια ακόμη· με την τιμή που τα βρίσκεις στη λαϊκή, προτιμάς να γεμίσεις το καλάθι σου με άλλα, πιο ταπεινά λαχανικά.
Μονάχα το ρύζι δεν σου ‘λειψε καθόλου. Κι αν έχεις φάει ρύζι τα τελευταία χρόνια· ρύζι νυχάκι, καρολίνα, μπονέτ, γλασέ, καστανό και σε εξαιρετικές περιστάσεις ρύζι μπασμάτι, που μυρίζει κι όμορφα. Ολους τους τύπους και τις ποικιλίες έχεις δοκιμάσει, να σπάει η μονοτονία. Με το βαλάντιό σου, τι άλλο να ταΐζεις κάθε μέρα την οικογένεια, αν όχι ρύζι, ζυμαρικά και πατάτες;
Τον διώξανε τον διαγωνιζόμενο εντέλει απ’ το παιχνίδι οι κριτές, αγανακτισμένοι με τα απαράδεκτα παντζάρια του. Ετσι είναι τα τηλεδικεία· εξοβελίζουν μαγείρους που βαρύνονται με το αδίκημα της άβραστης γαρίδας και του κακομαγειρεμένου παντζαριού, την ώρα που στα διπλανά τηλεοπτικά έδρανα αναβαπτίζουν μιζαδόρους και καταχραστές σε δημόσιους κατήγορους και μελλοντικούς σωτήρες, παραγράφοντας οικονομικά και κοινωνικά κακουργήματα. Κι ενόσω καταφτάνει ο επόμενος διαγωνιζόμενος με το δικό του πιάτο, εσύ χαϊδολογάς μηχανικά τα τελευταία κέρματα που απόμειναν στην τσέπη σου κι αναρωτιέσαι τι να μαγειρέψεις αύριο, να φάει η οικογένεια.