15.02.2018, 06:54 | εφσυν
Το ’λεγε και το ξανάλεγε ανεβαίνοντας με το ασανσέρ. «Δεν μ’ αρέσουν τα μασκέ πάρτι, δεν μ’ αρέσουν τα μασκέ πάρτι». Οροφο όροφο πλησίαζε στην πόρτα του διαμερίσματος. Βρήκε το κουδούνι ανάμεσα σε σερπαντίνες και πραγματικά πίστεψε ότι θα ήταν αδύνατο να του ανοίξει κάποιος.
Η μουσική ακουγόταν δυνατά ακόμα και στον διάδρομο. «Καλύτερα», σκέφτηκε, «θα φύγω». Η πόρτα όμως άνοιξε από ένα δαντελένιο χέρι που εξαφανίστηκε αμέσως. Ενιωσε τη ζωή να πάλλεται κάτω από σατέν υφάσματα.
Ακουγε τις φωνές τους, φωνές κεφάτες και ελαφρώς μεθυσμένες. Κρυμμένα και αγνώριστα τα πρόσωπα. Η ζωή τους, η αληθινή ζωή κλεισμένη έξω. Αλλος ο κόσμος έξω, άλλος μέσα στο διαμέρισμα. Κι ένιωθε πως κι αυτός ήταν απέξω έτσι αμασκάρευτος.
«Πού είναι η μάσκα σου;» τον ρώτησε μια πειρατίνα. Και ξαφνικά μέσα στο κέντρο του σαλονιού ένιωσε γυμνός. Οχι γιατί δεν φορούσε μάσκα ή στολή, αλλά επειδή δεν φορούσε το χαμόγελο και το κέφι τους.
Μονομάχοι, καλόγριες, Κλεοπάτρες, δαίμονες, ζητιάνοι, αριστοκράτες. Πόσο ταιριασμένοι έμοιαζαν μέσα στη διαφορετικότητά τους και πόσο αρμονικά συνυπήρχαν. Εδώ δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις και διακρίσεις, σκέφτηκε, όταν είδε μια κυρία του κεφαλαίου, γεμάτη διαμάντια και μαργαριτάρια, να αγκαλιάζει με στοργή (το λιγότερο!) την τιμημένη εργατιά, έναν μουτζουρωμένο μάστορα δηλαδή.
Να λοιπόν που μέσα σ’ αυτό το ιντερμέτζο της Αποκριάς οι τάξεις έχουν καταργηθεί. Γι’ αυτό και οι «παρεκτροπές» είναι επιτρεπτές.
Μόνο αυτός ήταν ξένο σώμα. Ενιωθε δυνατή την ανάγκη να φύγει. Είναι δύσκολο να διαφέρει κανείς παραμένοντας ίδιος. Τα μάτια πίσω από τις μάσκες σε κρίνουν και σε γδύνουν.
Βλέπει μια μάσκα αφημένη πάνω σε ένα τραπέζι. Είναι μια μάσκα των «Anonymous». Τη φοράει και το πρόσωπό του εξαφανίζεται. Συνειδητοποιεί πως δεν νιώθει και τόσο άσχημα πια. Επιτέλους βλέπει και εκείνος χωρίς να τον βλέπουν.
Θαρραλέα και αδιάκριτα γίνεται μέρος του πάρτι. Ψάχνει να βρει την πειρατίνα. Πιθανότατα είναι η οικοδέσποινα. Αυτή που τον κάλεσε, μόνο αυτή τον ξέρει. Αδύνατον! Ο κόσμος έγινε περισσότερος.
Εβαλε στον εαυτό του ένα ποτό και έπιασε κουβέντα με μια νοσοκόμα. Οχι τυχαία βέβαια. Την επέλεξε. Με τη βαθιά επιθυμία να τον γιατρέψει από το «έμφυτο ελάττωμά» του να μη μασκαρεύεται. «Ή μήπως οι μάσκες», αναρωτιέται, «είναι έξω στον αληθινό κόσμο κι απόψε φόρεσε κι εκείνος, όπως κι οι άλλοι, τον αληθινό του εαυτό;».
Ισως κάτι να ήξερε ο Οσκαρ Ουάιλντ, λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός όταν μιλάει ως ο εαυτός του. «Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια…» λέει με δυνατή φωνή στη νοσοκόμα και εκείνη ξεκαρδίζεται στα γέλια. Πιθανότατα δεν τον άκουσε.