12.03.2018, 22:48 | εφσυν
Εκείνη κι εκείνη διέσχισαν την κεντρική πλατεία πιασμένες χέρι χέρι. Η ασυγκράτητη άνοιξη τις έβγαλε έξω από το σπίτι. Η μικρή -τι μικρή, σαράντα πατημένα- κοίταξε τον ουρανό απ’ το παράθυρο και είπε με ενθουσιασμό «έλα, πάμε βόλτα». Κι η μεγάλη -ογδόντα πατημένα- κοίταξε το μπαστούνι της βαρύθυμα, αλλά αυτό το «έλα, πάμε βόλτα» της θύμισε πόσες βόλτες αρνήθηκε όταν κάτι άλλο έτρεχε, δουλειές του σπιτιού ας πούμε, ή κάτι μικρές και μεγάλες στεναχώριες που ανέβαλαν τις βόλτες.
Ετσι η μία φόρεσε τα γυαλιά στα μαλλιά κι η άλλη κράτησε το τρίτο υποστηρικτικό της πόδι και βγήκαν στον ανοιξιάτικο ήλιο. Μόνες. Ούτε άντρες ούτε εγγόνια. Δυο γυναίκες. Να κάτσουμε στο παγκάκι; λέει η μικρή. Να κάτσουμε, απαντά η μεγάλη. Πάνω από το κεφάλι τους ένα δέντρο σε πλήρη άνθιση με δεκάδες πουλιά σε τραγουδιστικό οίστρο. «Πάω να μας φέρω αναψυκτικά απ’ το περίπτερο. Και σοκολάτες». «Να πας. Και σοκολάτες».
Απομακρύνθηκε και εκείνη κοίταζε το κορίτσι που της έμοιαζε, να περπατά κάπως σκυφτό κι η καρδιά της σφίχτηκε. Κατά βάθος αυτό που σκεφτόταν ήταν το γιατί η κόρη της είχε αυτή την ξαφνική διάθεση να ξαναγυρίσει στην παιδική της ηλικία.
Ηξερε -το ‘χε νιώσει κι η ίδια- πως όταν μια γυναίκα στην ηλικία της κόρης της θέλει να ξαναγυρίσει ή να αποδράσει στην παιδική της ηλικία, τότε η ζωή με κάποιο τρόπο της έχει φερθεί σκληρά. «Μήπως νιώθει αυτό που κάποια στιγμή νιώσαμε όλες μας, να βράζουν δηλαδή στο καζάνι τα γυναικεία μας ένστικτα ανάμικτα με οργή, πόνο ή απογοήτευση;» Τώρα θα μπορούσε να της πει ότι αυτό κάποια στιγμή συμβαίνει σε όλες. Μα δεν θα το καταλάβει. Πως δηλαδή μετά απ’ αυτό ξαναγεννιέσαι κι αρχίζεις μια νέα ζωή.
«Μια γυναίκα, μια θεά» έλεγε συχνά η δική της μάνα, «κι η Φύση η μεγαλύτερη όλων μας, να μας κλείνει μέσα της, με τον θάνατο και την ανάστασή της, της μοιάζουμε πολύ». Κυρίως στο κουράγιο της κατάφασης.
Της γενναίας αυτο-παραχώρησης σαν το «πάρε μ’ αφέντη μ’ πάρε με, πάρε κι εμέ κοντά σου, να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι. Να γίνω γης να με πατείς, γιοφύρι να διαβαίνεις, να γίνω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου. Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα» που τραγουδούσε όταν ήταν νέα στους μεγάλους έρωτες με τον άντρα της.
Το κορίτσι έρχεται και είναι δέκα, είναι είκοσι, είναι και σαράντα. Στη σακούλα του έχει αναψυκτικά, έχει σοκολάτες, έχει τσιγάρα και εφημερίδα. Κι η μεγάλη γυναίκα δίπλα της κάνει μόνο αυτό που θέλει εκείνη από αυτήν. Δίχως να μιλά, είναι η μάνα της που την προσέχει· μα πάνω απ’ όλα γυναίκα. Μια γυναίκα που την καταλαβαίνει.