Διαπίστωση κοινότοπη που επιβεβαιώνεται από τις έρευνες: Οσο ταυτισμένος είναι κάποιος με κάτι τόσο επενδύει σ’ αυτό και το υποστηρίζει. Αντίθετα, όσο αισθάνεται απόμακρος αδιαφορεί. Η διαπίστωση αφορά όλες τις πτυχές της ύπαρξης, από μια προσωπική υπόθεση έως μια συλλογικότητα κι έναν θεσμό. Εύλογα. «Οταν ταυτιζόμαστε μ’ έναν θεσμό, οποιονδήποτε, τον οικειοποιούμαστε, μεριμνούμε για την υπόσταση και τη λειτουργία του. Αντίθετα, αν μας είναι ξένος, πόσο μάλλον απεχθής, λίγο νοιαζόμαστε για την τύχη του, υπό προϋποθέσεις μάλιστα επιθυμούμε την κατάλυση ή την αλλαγή του».
Η στάση απέναντι στους θεσμούς ξεπερνά το ζήτημα της αποδοχής και της νομιμοποίησής τους, αφορά την ύπαρξή τους. Μέσω της στάσης μας μπορούμε να εξηγήσουμε εξεγέρσεις και ανατροπές. Στέκομαι ενδεικτικά στον Μάη του 1968 στη Γαλλία. Οι έρευνες δείχνουν μη ύπαρξη έντονης δυσαρέσκειας για το γκολικό καθεστώς λίγο πριν από την εξέγερση. Θα μπορούσε, συνεπώς, να υποστηριχτεί ότι δεν ήταν αναμενόμενη.
Δύο από τις σημαντικότερες σχετικές μελέτες προσεγγίζουν το ζήτημα διαφορετικά. Ο Μ. Κροζιέ εστίασε στην ανελαστικότητα των δομών, που αδυνατούσαν να αντέξουν καταστάσεις έντονης δυσαρέσκειας –εξ ου και ο όρος «μπλοκαρισμένη κοινωνία». Ο Π. Μπουρντιέ στο Homo Academicus εντοπίζει σοβούσες κρίσεις σε επιμέρους πεδία (εκπαίδευση, πολιτική, συνδικαλισμός) οι οποίες με το άναμμα του σπινθήρα συγχρονίστηκαν και οδήγησαν στη γενικευμένη εξέγερση.
Μπορούμε να ταυτιστούμε με τους θεσμούς στις σημερινές πολύπλοκες κοινωνίες και πόσο; Αν ναι, πώς; Στα ερωτήματα αυτά εντοπίζεται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των κοινοβουλευτικών Δημοκρατιών σήμερα, η έκδηλη συχνά δυσπιστία ιδιαίτερα σε κόμματα και κυβερνήσεις. Η απάντηση δύσκολη, ξεπερνά τα όρια του κειμένου. Γι’ αυτό θα εστιάσω στα καθ’ ημάς και θα επιχειρήσω να απαντήσω γιατί υπάρχει αποστασιοποίηση από τους θεσμούς και πού οδηγεί αυτή.
Είμαστε από τις χώρες που οι πολίτες ταυτίζονται συγκριτικά λιγότερο με τους θεσμούς. Αυτό ισχύει ακόμη και για εκείνους που σχετίζονται με την ατομική και συλλογική ασφάλεια, που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται να συγκεντρώνουν, εύλογα, τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής. Αυτό έχει να κάνει παραδοσιακά με τη συγκρότηση του δημόσιου χώρου και, βέβαια, τη συντελεσθείσα απαξίωση συστατικών του πτυχών, του πολιτικού πεδίου και όχι μόνο. Για λόγους συναφείς με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του, ο δημόσιος χώρος έμεινε δυσπρόσιτος και απόμακρος σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ο εν γένει συγκεντρωτισμός, ιδιαίτερα στη διοίκηση λειτούργησε ως μέσο ελέγχου από την κεντρική εξουσία και ως μέσο εμπέδωσης της κυριαρχίας αυτών που την άσκησαν, δημιούργησε ωστόσο τεράστια αποξένωση από τους θεσμούς, συχνά φόβο και αποστροφή.
Τα αρνητικά συναισθήματα δεν εξαλείφτηκαν ακόμη και μετά τη δεκαετία του 1980, όταν οι κρατικοί μηχανισμοί διευρύνθηκαν, αλλά «αποικιοποιήθηκαν» από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και ομάδες συμφερόντων. Δυνάμωσαν τα χρόνια των μνημονίων και της κρίσης όταν η πρόσβαση στο Δημόσιο περιορίστηκε δραστικά και ο ιδιωτικός τομέας δοκιμάστηκε σκληρά από την υψηλότατη ανεργία και τη συρρίκνωση των απολαβών.
Η δυσπραγία σε συνάρτηση με την απαξίωση των πολιτικών θεσμών και τη μη θεαματική βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών αναπαρήγαγαν την υφιστάμενη σχέση αγάπης και μίσους για το Δημόσιο και για πολλούς θεσμούς. Προσμονής για, κάποια έστω, απασχόληση σ’ αυτό, αποστροφής παράλληλα για τους θεσμούς και τους ανθρώπους του.
Η στάση αυτή χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Εδώ εντοπίζω μία από τις βασικές πληγές της λειτουργίας του Δημοσίου. Η συγκρότηση και η λειτουργία του οδηγούν μέρος μόνο του προσωπικού του να ταυτίζεται με αυτό, να αισθάνεται ότι προσφέρει στο σύνολο.
Εύλογα, καθώς η λειτουργία του δύσκολα συντείνει στη συμμετοχή, στην ανάληψη πρωτοβουλιών, οι οποίες μάλιστα γίνονται πηγή προστριβών και νέων προβλημάτων. Κάτι ανάλογο, σε μεγαλύτερη κλίματα, ισχύει και για πολλούς από τους απέξω, οι οποίοι βλέπουν το Δημόσιο όχι σαν όχημα προαγωγής του κοινού καλού, αλλά σαν εμπόδιο.
Η παθητική, ενίοτε εχθρική, στάση απέναντι στους θεσμούς τούς καθιστά ευάλωτους σε αντιδράσεις, ιδιαίτερα συλλογικές. Λίγοι τους υπερασπίζουν, πολλοί –οι περισσότεροι– αδιαφορούν. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορούμε να δούμε και τη δράση ολιγάριθμων, όχι κατ’ ανάγκη δυναμικών, ομάδων στον δημόσιο χώρο. Η αποτελεσματικότητά τους δεν έχει τόσο να κάνει με την οργάνωση ή το δίκαιο των επιχειρημάτων τους, όσο με την παθητικότητα των πολλών και την αδιαφορία τους για τους θεσμούς.
* Πανεπιστήμιο Πατρών