Μύριζαν ανθισμένα μωβ ανθάκια πασχαλιάς τα στενά δρομάκια της γειτονιάς. Άστραφταν στο λαμπρό φως του ανοιξιάτικου πρωινού τα καινούρια λουστρινένια παπούτσια καθώς τα φτωχόπαιδα που φορούσαν «τα καλά τους» πήγαιναν στην εκκλησούλα για να «μεταλάβουν».
Τα χέρια της μάνας, χάιδευαν απαλά και γλυκά τα κουλουράκια λες κι ήταν παιδικά κεφαλάκια. Κινήσεις αγάπης του μόχθου, με δάχτυλα φουσκωμένα από το ζύμωμα στην πήλινη λεκάνη. Τα περίτεχνα διακοσμημένα κόκκινα αυγά, τυλιγμένα στην “κάλτσα” με φύλλα αρμπαρόριζας, στραφτάλιζαν περασμένα με λαδάκι.
Το σπίτι πεντακάθαρο, ρείθρα κάτασπρα από τον ασβέστη, η γαρδένια γεμάτη λευκά μπουμπούκια. Στις νυχτερινές μας προσευχές, ζητούσαμε συγχώρεση από έναν όμορφο μα καταματωμένο Χριστούλη που τόσο τον πόνεσαν οι «κακοί», όπως τον βλέπαμε κάθε μεγαλοβδομαδιάτικο απόγευμα στην τηλεόραση-μη ξέροντας τότε πως οι «κακοί» που τον πόνεσαν δεν ήταν οι ηθοποιοί που επέλεξε ο Τζεφιρέλι, αλλά η κοινωνία των «μεγάλων»…
Η νηστεία ήταν πραγματική στον κώδικα της εσωτερικής κάθαρσης, στο σπίτι μιλούσαμε ψιθυριστά σχεδόν κι απαγορεύονταν τα γέλια και οι μουσικές. «Είναι μεγαλοβδομάδα» έλεγε αυστηρά η γιαγιά και μας κοιτούσε αυστηρά καθώς παίζαμε στην αυλή με τα λουλούδια φυτεμένα σε παλιά δοχεία από φέτα, βαμμένα μπλε. Κορδέλες στα μαλλιά για τα κορίτσια και τα αγόρια κοντοκουρεμένα, ο δάσκαλος σκέτο φόβητρο κι ο πατέρας-τροφοδότης να κουβαλά ένα σωρό καλούδια για τη «Λαμπρή».
Κορδέλες από κλωστή και γαρύφαλλα που περνούσαμε ολονυχτίς στο στόλισμα του επιτάφιου. Τα 12 ευαγγέλια, το λιβάνι που νύσταζε όλα τα παιδάκια, οι τραγουδιστές φωνές των ψαλτάδων και εκείνος ο ισχνός «αμνός του Θεού» με μάτια που έκρυβαν μέσα τους την ευθύνη για ολάκερο τον κόσμο.
Κατάνυξη και ευωδιά από τα κεριά, μουντή η ατμόσφαιρα τη Μ. Παρασκευή και μια υπόκωφη αίσθηση πως αυτή η ακολουθία, δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Το τρεμουλιαστό στην ανοιξιάτικη νύχτα “δεύτε λάβετε φως” του ιερέα, τα πραγματικά φιλιά κι όχι εκείνα των Ιούδων, η μαγειρίτσα της γιαγιάς, τα «τσουγκρίσματα» των αυγών και των συγγενών στο πασχαλινό τραπέζι.
Πού πήγαν άραγε οι εκείνες οι πασχαλιές; Ποιός άνεμος επίπλαστης ευημερίας τις πήρε και τις σήκωσε; Πούθε έκαναν οι προσευχές μας και σε ποιών ληστών τα χέρια έμειναν τα όνειρά μας; Πόσοι εξουσιαστικοί Πιλάτοι νίπτουν σε κάθε συνδιάσκεψη τας χείρας τους για την κατάντια της διαβίωσης; Ποιοι εκατόνταρχοι μαστιγώνουν τον φέροντα σταυρό πολίτη, στην καθημερινή του ανάβαση στο Γολγοθά της επιβίωσης; Ποιοί ανάλγητοι καρφώνουν στις παλάμες των συνταξιούχων τους ήλους των περικοπών και πόσο ξύδι και χολή, ποτίζονται οι νέοι και άνεργοι;
Μόνο μνήμη απόμεινε το «γλυκύ έαρ» των παιδικών μας χρόνων. Τότε που ακόμη ελπίζαμε πως θα ζούσαμε σε μια πατρίδα που να δικαιώνει τη μακραίωνη διαδρομή της και δεν θα σταυρώνει τους αθώους, εν μέσω ληστών…
Σήμερα η πασχαλιά έχει μπόλικες λεκτικές κροτίδες και πολιτικά βεγγαλικά-πολλή λάμψη, θορυβώδεις εκρήξεις και μικρή διάρκεια. Τσουγκρίσματα στο Αιγαίο και η φαιά γείτων να αλυχτά στο κατώφλι των διεθνών συμφερόντων.
Μια λαμπάδα φωτός να αναζητά καθείς μας, ένα φιλί ελπίδας, εκείνη τη λησμονημένη πίστη και την ευωδιά της προσδοκίας.
Καθώς αυτή η έρμη εσταυρωμένη Ελλάδα, ξεψυχά. Χωρίς μήτε να πεθαίνει, μήτε και να ανασταίνεται…