16.04.2018, 23:46 | εφσυν
Οι εκδηλώσεις του παραλογισμού της θεοδικίας εμπεριέχονται, θα μπορούσαμε να πούμε, στην καθημερινή μας εμπειρία. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ότι σε μια ομάδα από παιδάκια που έχει πληγεί από μια φυσική καταστροφή ή από μια μεγάλη επιδημία μερικά πεθαίνουν και άλλα σώζονται.
Είναι συνηθισμένο να ακούμε τη μητέρα ενός παιδιού που σώθηκε να ευχαριστεί τον Θεό ή την Παναγία για το θαύμα και πολύ πιο δύσκολο να ακούσουμε τη μητέρα ενός παιδιού που έχασε τη ζωή του να διαμαρτύρεται ή να καθυβρίζει τη Θεία Πρόνοια∙ αντίθετα, κάποια μητέρα θα παρηγορηθεί στη βεβαιότητα ότι το παιδί της βρίσκεται στην αγκαλιά των αγγέλων.
Ετσι λοιπόν η Θεία Πρόνοια έχει την αρετή ότι έσωσε και δεν έχει καμιά ευθύνη για το βάσανο και τον θάνατο. Αυτός ο παραλογισμός εξηγείται από την ευρύτατα διαδεδομένη, και σχεδόν ακαταμάχητη, ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να αισθανθεί προφυλαγμένος και να δει εγγυημένη την πραγματοποίηση των αξιών στις οποίες πιστεύει.
Αλλά ο παραλογισμός βρίσκεται, ως συνήθως, στη φιλοσοφία και όχι σπάνια σ’ εκείνη που αξιώνει να έχει διαλύσει τις ομίχλες της θρησκείας. Οι αρχαίοι στωικοί φιλόσοφοι είχαν μια αγωνιστική αντίληψη για την αρετή: η αρετή είναι σαν ένα άρμα που σκουριάζει αν δεν χρησιμοποιείται συχνά στη μάχη: γι’ αυτό η Λογική που κυβερνά τον κόσμο, η Θεία Πρόνοια, στέλνει ακόμη στον sapiens τραγωδίες, για να κρατά σε εγρήγορση την αρετή του: φυσικές καταστροφές, βαριές αρρώστιες, ακόμη και τον θάνατο των παιδιών του. Αυτή η φιλοσοφική βαρβαρότητα βρίσκεται, για παράδειγμα, στο De providentia (Περί προνοίας) του Σενέκα.
Ο Καντ, που στην Κριτική του καθαρού λόγου είχε κατεδαφίσει τη μεταφυσική, ξαναβρήκε την αθανασία της ψυχής και τον Θεό μέσα από την Κριτική του πρακτικού λόγου, δηλαδή χάρη στην ανάγκη να δώσει μια εξωγήινη εγγύηση υπερβατισμού. Ο ίδιος παραλογισμός βρίσκεται και στον Χέγκελ, σύμφωνα με τον οποίο το πραγματικό είναι λογικό και το λογικό πραγματικό.
Είχαν βέβαια και δίκιο εκείνοι οι λίγοι που, τον τελευταίο μισό αιώνα, αρνούνταν τη βασική αντίθεση ανάμεσα στον ιδεαλισμό, όπως εκείνον του Χέγκελ και, γενικότερα, του Διαφωτισμού, και τον υλισμό στις διάφορες μορφές του: πράγματι, ο κάθε υλιστής πρέπει να παραδεχτεί ότι στην ύλη υπάρχει η δυνατότητα της σκέψης.
* ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ