22.04.2018, 17:29 | εφσυν
Είναι δύσκολο να κάνεις έναν φίλο. Φίλο σταθερό, όχι επαφή, ούτε γνωστό και σε κάθε περίπτωση όχι φίλο εποχικό. Μιλώ για τον άνθρωπο εκείνο που δεν τον αναζητάς αλλά είναι δίπλα σου σε άνυδρα καλοκαίρια και παγωμένους χειμώνες.
Είναι δύσκολο, μεγαλώνοντας δεν έχεις χρόνο για φιλίες. Γι’ αυτό κι αισθάνεσαι πιο φίλους φίλους τους παιδικούς ή της πρώτης νεότητας έστω. Μαζί «σκοτώνατε τον χρόνο». Για να δημιουργηθεί μια φιλία πρέπει να ‘χεις «σκοτώσει» πολύ χρόνο με τον άλλον, άπειρες ώρες πτήσεις κοινής συναναστροφής. Και οπωσδήποτε να έχεις διανύσει μαζί του τεράστιες σιωπές.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο» το εξαιρετικό κείμενο-εξομολόγηση της Ζυράννας Ζατέλη για την αγαπημένη φίλη της Λούλα Αναγνωστάκη, στην οποία είναι αφιερωμένο το τεύχος του Μαρτίου. Σε ένα σημείο γράφει η Ζ. Ζατέλη:
…Κι άλλοτε σωπαίναμε, δεν λέγαμε τίποτα, καμιά ιστορία, καμιά θύμηση, έτεινε απλώς το χέρι της γυρεύοντας το δικό μου -είχε τόσο ντελικάτο χέρι, ζεστό και τρεμάμενο, και τόσο γλυκά με χαιρετούσε όταν έφευγα, όπως τα πολύ μικρά παιδιά όταν τους ζητάς να κάνουν με το χέρι γεια σου γεια σου…
»Το ψιθύριζε κιόλας, “γεια σου, γεια σου…”. Α, κάτι στιγμές μου έλειπε τρομερά η Λούλα που πρωτογνώρισα, μέσα στο τυρκουάζ φόρεμα, με τη θαρρετή μπάσα φωνή (όποτε ήθελε μπάσα, όποτε ήθελε χαδιάρικη, λεπτή σαν τρίχα), με το εντυπωσιακό τσιγάρο στα δάχτυλα και την απρόσμενη γυροβολιά της, αλλά και πάλι αποδεχόμουν, εξ ανάγκης, την τωρινή φιγούρα της, ασάλευτη σχεδόν στην άκρη του καναπέ, ευάλωτη, αισθαντική, μισοχαμένη, σαν να της κύκλωναν τον νου εικόνες και λέξεις που δεν προφέρονταν
Ναι. Φίλος ή φίλη είναι ο άνθρωπος που δεν δυσανασχετεί στις σιωπές σου, δεν εκβιάζει τον λόγο σου και μπορεί να σε αγαπά τόσο ώστε να σε θυμάται όπως ήσουν την πρώτη φορά που σε πρωτογνώρισε. Και κυρίως δεν σε παρατά όταν παραιτείσαι. Θυμήθηκα με αφορμή το κείμενο της Ζ. Ζατέλη έναν στίχο από εκείνο το εμβληματικό ποίημα του Τζέιμς Καβάνο που ανταλλάσσαμε στο σχολείο:
«Δεν περιμένω απάντηση καμία έξω από την παρουσία σου, τα μάτια σου, εσένα. Η φιλία είναι λεύτερη, κυλάει, είναι σπάνια. Δεν θέλει ερεθισμούς, είναι ερεθισμός η ίδια. Εμπιστεύεται, καταλαβαίνει, αναπτύσσεται, εξερευνά, χαμογελάει και κλαίει. Δεν κρεμιέται, ούτε εξουθενώνει, δεν περιμένει, ούτε απαιτεί…».
Ως παιδιά ήταν ευκολότερο να πούμε στους φίλους μας λόγια της καρδιάς. Μεγαλώνοντας τα θεωρούμε αυτονόητα ανακαλύπτοντας αργότερα -πολλές φορές πικρά- πως καθόλου αυτονόητα δεν είναι. Κι έτσι οι «ψημένοι στη ζωή» κι οι μεγαλύτεροι χαμογελούν συγκαταβατικά και μας καλωσορίζουν στην αληθινή ζωή.
Ομως να, πέφτει στα χέρια σου ένα κείμενο και αυτός ο αποχαιρετισμός σού θυμίζει πως δεν υπάρχει πολυτιμότερη σχέση απ’ αυτή. Μια σχέση που μπορείς να βγάλεις τα μαύρα γυαλιά που φοράς πάντα (Λούλα) και να επιτρέψεις στον φίλο ή στη φίλη (Ζυράννα) να δει τα μάτια σου, «ορφανά κι απορημένα».